United States or Czechia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήτον τον Αύγουστον μήνα. Ανέβασα το κοπάδι μου ολίγον παραπάνω από τον βράχον, ανάμεσα εις δύο κρημνούς και εις ένα μονοπάτι το οποίον εχαράσσετο επάνω εις την ράχην. Δι' αυτού είχα κατέλθει, και δι' αυτού έμελλα πάλιν να επιστρέψω εις το βουνόν την νύκτα εις την στάνην μου. Άφησα εκεί τα γίδια μου διά να βοσκήσουν εις τα κρίταμα και τας αρμυρήθρας, αν και δεν επεινούσαν πλέον.

Τα γίδια μου τα γδέρνουν και τα πρόβατα τα κάνουν θυσίες κ' η Χλόη θα καθίση σε πολιτεία. Με τι πόδια θα πάω στον πατέρα και στη μάννα χωρίς τα γίδια, χωρίς τη Χλόη, για να είμαι φτωχός σκαφτιάς, αφού δεν έχω πια τίποτε να βόσκω; Εδώ πεσμένος θα προσμένω το θάνατο ή άλλον εχτρό.

Ο Δάφνης όμως κ' η Χλόη εβασανίστηκαν πολύ ίσαμε τη νύχτα για να περιμαζεύουν τα γίδια και τα πρόβατα. Επειδή φοβισμένα από το λυκοτόμαρο και τρομαγμένα από τα γαυγίσματα των σκυλιών, άλλα σκαρφάλωσαν στα βράχια κι' άλλα έτρεξαν ίσαμε κάτου στη θάλασσα.

Τα καράβια των Μεθυμνιωτών ξεκινούσαν προτού να σηκώσουν τις άγκυρες και μπροστά από τη ναυαρχίδα επήγαινε δελφίνι, πηδώντας έξω από τη θάλασσα· τα γίδια και τα πρόβατα τα οδηγούσε πολύ γλυκός σκοπός σουραυλιού και κανένας δεν έβλεπε εκείνον που έπαιζε. Κ' έτσι τα πρόβατα και τα γίδια επροχωρούσαν κ' εβόσκανε μαζί, γητεμένα από τη μουσική.

Αφού λοιπόν ετοίμαζαν με το γλυκοχάραμα τα πράματά τους, εδώκανε στο Δρύαντα άλλες τρεις χιλιάδες και στο Λάμωνα τα μισά χτήματα να τα θερίζη και να τα τρυγάη για λογαριασμό του και τα γίδια με τους γιδάρηδες και τέσσερα ζευγάρια βόιδια και ρούχα χειμωνιάτικα και τη γυναίκα του ελεύθερη. Κ' ύστερ' απ' αυτό επήγαιναν για τη Μιτυλήνη μ' άλογα και αμάξια και με χαρά μεγάλη.

Πήγε η Μυρτάλη να τα φέρη όλα, που ήτανε φυλαγμένα σ' ένα παλιό ταγάρι· κι άμα τάφερε πρώτος ο Διονυσιοφάνης τάβλεπε· κι όταν είδε πανωφοράκι κόκκινο, θηλυκωτήρι ολόχρυσο, σπαθάκι με χέρι φιλντισένιο, αφού εφώναξε δυνατά «ω αφέντη Δία!», κράζει τη γυναίκα του για να τα ιδή· κ' εκείνη άμα τα είδε φωνάζει κι αυτή: — Αγαπημένες μοίρες! δεν τα βάλαμ' εμείς αυτά κοντά στο ίδιο το παιδί μας και δε στείλαμε τη Σωφροσύνη να τα φέρη σε τούτα τα χωράφια; βέβαια, δεν είναι άλλα, παρά τα ίδια, αγαπημένε μου άντρα· δικό μας είναι το παιδί· γιός σου είναι ο Δάφνης κ' έβοσκε τα πατρικά του γίδια.

Μπράβο του μαστρο-Γιαννιού, την κατάφερε, είπε· κέρασέ τον ένα ρακί! Και έρριψε μίαν πεντάραν εις το τραπέζι. Δυστυχισμένη χρονιά εκείνη. Δύο χιλιάδες γίδια και πρόβατα είχαν ψοφήσει από τα ολίγα κοπάδια της μικράς νήσου, μέσα εις τα χειμάδια των ποιμένων και βοσκών, από το τρομερόν ψύχος, από τα χιόνια τα πρώιμα, όπου εσκέπασαν τους λόγγους και τα βουνά, έως τους βουβώνας, το ύψος.

Θα σας αφίσω πολλά χτήματα και πολλούς άξιους δούλους· χρυσάφι· ασήμι· κι όσα άλλα πράματα έχουν οι πλούσιοι. Μόνο δίνω ξέχωρα στο Δάφνη το μέρος τούτο και το Δάμωνα και τη Μυρτάλη και τα γίδια που τάβοσκε ο ίδιος.

Κ' η Χλόη χαιρότανε κ' επίστευε σαν κόρη και σαν βοσκοπούλα και που θαρρούσε, και τα γίδια και τα πρόβατα είναι για τους βοσκούς και τους γιδάρηδες ξεχωριστοί θεοί.

Και τα πρόβατα έβγαιναν έξω τρεχάτα από τη σκάλα χωρίς να ξεγλιστρούν από τα νύχια τους και τα γίδια πιο τολμηρά, επειδή ήτανε και συνηθισμένα ν' ανεβοκατεβαίνουν τους γκρεμνούς. Κι' αυτά τριγύριζαν τη Χλόη σαν να εχόρευαν πηδώντας και βελάζοντας κ' έδειχναν με τέτοια τη χαρά τους.