United States or Costa Rica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Της Τήνου το βουνό έβαλε τη σκούφια του και ο Τσικνιάς εσκοτείνιασε. Ασυνείθιστη κίνησις άρχισε στις Δήλες σαν σε μερμηγκοφωλιά κατά τα πρωτοβρόχια. Στο πόδι θαλασσινοί! Άλλοι στα σχοινιά, άλλοι στις άγκυρες, άλλοι στις βάρκες, άλλοι στα κατάρτια! Χέρια, πόδια, νύχια, δόντια σε κίνησι!

Οι ναύτες σηκώσανε της άγκυρες, τέντωσαν το πανί, κι' αρμένισαν με τ' ανάλαφρο αεράκι. Η πλώρη έσκισε τα ψηλά βαθειά κύματα. Είχαν πάρει μαζύ πλούσια υφάσματα, μεταξωτά με σπάνιους χρωματισμούς, σερβίτσια από το Τουρ, κρασιά του Ποατού, πουλιά σπάνια της Ισπανίας, και μ' αυτό το τέχνασμα πίστευε ο Καερδέν ότι θάφθανε μέχρι τη Βασίλισσα.

Εσχημάτιζε τις χαλκαδένιες του, τις άγκυρες πως βυθίζονται στα νερά και κάνουν γράνταγράντα· έδειχνε πως το Μπαλτζίκι απέχει ώρα μόλις από τη Βάρνα· έπαιρνε στο πρόσωπο την τρομασμένη έκφρασι της γυναίκας για το μακρύ και αβέβαιο ταξείδι του αγαπημένου της και σύγκαιρα την απελπισία εκείνου για τον χωρισμό και την υπερηφάνεια για το κινδυνεμένο κατόρθωμα.

Μία σφουγγαράδικη μηχανή την έγδυσε σαν να την επάτησαν κουρσάροι. Τα βαπόρια επήραν τις άγκυρές τους και αγριοσφυρίζοντας ερρίχθηκαν στραβά επάνω στα πλεούμενα σαν πληγωμένο λεοντάρι, που με βρυχισμούς ρίχνεται να σπάση τη γραμμή των κυνηγών του και κατασυντρίβει ό,τι εύρη στον δρόμο του. Εμείς τυχερό και είμαστε στην άκρη κ’ εύκολα αμολώντας την άγκυρα εβγήκαμε πέρα, κάτω από τις Μικρές Δήλες.

Ο αρχηγός των Μεθυμνιωτών, αφού ξεμάκρυνε ίσαμε δέκα στάδια, θέλησε να ξεκουράση τους στρατιώτες, που ήταν αποσταμένοι από το διαγούμισμα· πιάνοντας λοιπόν σ' έναν κάβο που έμπαινε μέσα στο πέλαγο κι απλονότανε σα μισοφέγγαρο και που στο βάθος του η θάλασσα έκανε αραξοβόλι πιο απάνεμο από τούς λιμιώνες, άραξεν εκεί τα καράβια στ' ανοιχτά ρίχνοντας τις άγκυρες για να μη του πειράξη κανένα από τη στεριά κάνας χωριάτης, κ' έδωκε στους Μεθυμνιώτες την άδεια να διασκεδάζουνε με ησυχία.

Τα καράβια των Μεθυμνιωτών ξεκινούσαν προτού να σηκώσουν τις άγκυρες και μπροστά από τη ναυαρχίδα επήγαινε δελφίνι, πηδώντας έξω από τη θάλασσα· τα γίδια και τα πρόβατα τα οδηγούσε πολύ γλυκός σκοπός σουραυλιού και κανένας δεν έβλεπε εκείνον που έπαιζε. Κ' έτσι τα πρόβατα και τα γίδια επροχωρούσαν κ' εβόσκανε μαζί, γητεμένα από τη μουσική.

Μα και σ' αυτή τη θάλασσα γίνονταν πολλά περίεργα· οι άγκυρες δηλαδή, άμα δοκιμάζανε να τις σηκώσουν, εμένανε στον πάτο και τα κουπιά εσπάζανε, μόλις εκάνανε να τραβήξουν και δελφίνια, πηδώντας από τη θάλασσα και χτυπώντες με τις ουρές τους τα καράβια, έλυναν τους αρμούς· ακουότανε και κάποιος ήχος σουραυλιού από τον αψηλό βράχο, που ήτανε στην τσίμα του κάβου· μα δεν εγήτευε σαν σουραύλι παρά ετρόμαζεν όσους τον ακούανε, σαν σάλπιγγα.

Ο Γιαννιός ο Μελιγκόνης τα χρειάστηκε. — Φέρε μας ένα ρούμι, Πεφάνη. Θα πεταχτώ να ιδώ τι γίνεται. Το βαπόρι έστρηψε σιγά-σιγά, έλυσε το μπρίκι και σταθηκε στον ατμό, σφυρίζοντας. Το μπρίκι τράβηξε ίσα κατά το μύλο, με το δρόμο, που είχε, και βιάστηκε να ρίξη και τις δυο άγκυρες. Ένα νερόχιονο άρχισε να πέφτη και με το βασίλεμμα το κρύο εσπούριζε.