United States or Tokelau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ουχ ήττον, επέμενε τοσούτον εις την τοπογραφικήν εξήγησιν, και τοσάκις επανέλαβε τας οδηγίας του, ώστε βαρυνθείσα η γραία ανέκραξε μετ' ανυπομονησίας, «Καλά, καλάΉτο δε πράγμα ασύνηθες δι' αυτήν να επαναλάβη δις την αυτήν λέξιν. Εις τα Βαπόρια δεν υπήρχε ψυχή γεννητή, ώστε ο Κ. Πλατέας ηδυνήθη να εξακολουθήση ατάραχος την σειράν των σκέψεών του. Αληθώς πολλήν σειράν δεν είχον.

Ο Κύριος Πλατέας, καθηγητής των Ελληνικών εις το Γυμνάσιον Ερμουπόλεως, επέστρεφεν από τον τακτικόν απογευματινόν περίπατόν του. Άλλοτε ο περίπατος ούτος εγίνετο εις τα Βαπόρια.

Την τραβούσε να τη βάλη στο στόμα. — Βρε καράβια θεριά τούδωκαν, βρε μπάρκα πρωτοτάξιδα ποδίσανε, κ' εμείς πού πάμε δε μου λες; Βρε πανί δε φαίνεται στο πέλαγο, βαπόρια δεν ξεμυτίζουν να ταξιδέψουν κ' εμείς μωρέ, που βαστιόμαστε με τα μπλάστρια, πού πάμε δε μου λες; Ο Γερο-Φλώκος τσιμουδιά. Δος του και τη μύτη του. — Ο Θεός να με συχωρέση.

Αλλά διά να μη απομακρυνθή, θα περιορισθή σήμερον εις τον παλαιόν του περίπατον. θα υπάγη εις τα Βαπόρια. Έκραξε λοιπόν την Φλουρούν και είπε προς αυτήν ότι δεν θ' αργήση να επιστρέψη, αλλ' εάν εν τω μεταξύ έλθη ο Κ. Λιάκος, να τον στείλη εις τα Βαπόρια.

Αντί εικοσιπέντε τον μήνα δραχμών ηδύνατό τις να εύρη ολόκληρον μονόροφον οικίσκον εις τα βαπόρια και ακόμη ευθηνότερον, αν είχεν αμβλείαν την όσφρησιν, παρά τα βυρσοδεψεία, και με έν μόνον σφάντζικον να χορτάστη κεφτέδες, στουφάδον και καπαμά εις τα αυτοκαλούμενα Ε υ ρ ω π α ϊ κ ά ξ ε ν ο δ ο χ ε ί α.

Ευτυχώς τα έθιμα της νήσου δεν συγχωρούν επισκέψεις παρά μόνον κατά την πρώτην του έτους και την εορτήν του οικοδεσπότου. Επίσκεψις ανδρός εις κυρίαν καθ' ημέραν και ώραν εργάσιμον θα ήτο εις την Σύρον σκάνδαλον ουχί μικρότερον της παραβιάσεως χαρεμίου. Απέμεναν όμως οι χοροί και αι εις τα βαπόρια και την πλατείαν καθημερινοί συναντήσεις.

Γυρεύουμε τόπο ν' αρράξουμε· πού ν' αρράξουμε; Εβδομήντα κομμάτια καράβια, μικράμεγάλα ήσαν αρραγμένα εκεί· χωριστά πεντέξη βαπόρια. Από τα κατάρτια και τα σχοινιά επίστεψα πως έμπαινα σε πυκνοντυμένο δάσος χειμώνα καιρό. Ως τόσο ήρθεν ο πιλότος και μας άρραξε σε μία άκρη, κατά τα Κοκκινάδια.

Η παπαδιά έβραζε μέσα της. Τράβηξε το σκαμνί της και γύρισε απ' την άλλη μεριά. — Έγινε βαπόρι η παπαδιά, είπε ο παπάς στο ανηψίδι του. Μα κ' εγώ έκανα καπετάνιος. Ξέρω και κυβερνώ βαπόρια, τέτοια και μεγαλύτερα. Η παπαδιά δε σήκωνε από αστεία. Τινάχθηκε απάνω, πέταξε με ορμή το μαχαίρι και το μήλο που καθάριζε κ' έφυγε στην άλλη κάμαρη.

Προς στιγμήν απεφάσισεν ο Κ. Πλατέας να υπάγη προς ανεύρεσίν του. Αλλά πού; Έπειτα, υπεσχέθη εκείνος ότι θα έλθη, η δε Φλουρού διετάχθη να προετοιμάση αναλόγως το δείπνον. Αδύνατον να μη έλθη! — Αλλά πώς δεν έρχεται; — Εικοσάκις ανήλθε και κατήλθε τα Βαπόρια, στρέφων αενάως τα βλέμματα προς την διεύθυνσιν της οικίας του, αλλ' ούτε ο Λιάκος εφαίνετο ούτε η σκιά του.