United States or Indonesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αν δεν είνε τόση ακριβώς, είνε σχεδόν τόση. Δι' αυτό γελώ, εγώ τουλάχιστον, όταν ακούω τους πολιτισμένους αυτούς κυρίους να παραπονώνται και ν' αγανακτούν, ότι δεν έχομεν αυτό και ότι στερούμεθα εκείνο, ότι μας λείπει τον χειμώνα γαλλικόν θέατρον ή ότι δεν ευρίσκει τις εις τας Αθήνας τσάι της προκοπής.

Και είχον σωρεύσει παμπόλλας δέσμας ξηρών ξύλων και κλάδων οι εκεί καταφυγόντες. αιπόλοι, με τας ολίγας αίγας και τα ερίφιά των, όσα δεν είχον ψοφήσει ακόμη από τον βαρύν χειμώνα του έτους εκείνου, οι τραχείς αιπόλοι, οίτινες είχον σώσει και τους δύο υλοτόμους εκ του αποκλεισμού της χιόνος.

Και άλλοι ακόμη έλεγαν, πως κάποια τυχερή κοπέλα του χωριού η ομορφότερη, τον έμπλεξε στα δίχτυα της. Κατεβαίνει από τους λόγκους τους πυκνούς που το σκεπάζουν το χωριό ολόγυρα. Μπαίνει πάντα αθώρητος και αγνώριστος ο Τρύφος μες τα βαθιά σκοτάδια, κατά τις βροχερές τις νύχτες του χειμώνα.

Κατά τον ακόλουθον χειμώνα οι εν Τραχίνι Ηρακλεώται επολέμησαν προς τους Αινιάνας, τους Δόλοπας, τους Μαλιείς καί τινας Θεσσαλούς. Τα έθνη εκείνα μετά φθόνου έβλεπαν την γειτονικήν αυτήν πόλιν, διότι η ίδρυσίς της μάλλον τας χώρας των ηπείλει παρά κάθε άλλην. Μόλις ιδρυθείσαν ήρχισαν να την παρενοχλούν και να την βλάπτουν όσον ηδύναντο περισσότερον.

Κένταγε κι’ ωριοκένταγε στ’ ανάερα τα πόδια Της Νύχτας της μελαχροινής και της καθάριας Μέρας Τες τέσσαρες τες εποχές, γλυκά χεροπιασμένες, Την Άνοιξη τη δροσερή, των λουλουδιών τη μάννα, Ντυμένη φόρεμα λαμπρό, λουλουδοστολισμένο, Το Καλοκαίρι το χρυσό, το ηλιοφλογισμένο, Το κίτρινο Χινόπωρο με τα πεσμένα φύλλα, Και τον Χειμώνα τον ψυχρό με τ’ άσπρα του τα γένια, Κι’ ολόγυρα στες εποχές, τες αεροβατούσες, Ηλιολαμπές και συννεφιές, βροχές, χαλάζια, χιόνια, Και μες στα μαύρα σύννεφα φλόγινα αστροπελέκια, Σα φείδια ολοφώτεινα βαθυά να τ’ αυλακόνουν.

Το χειμώνα οι κυρίες Πιντόρ δεν βγήκαν από το σπίτι και ούτε έκαναν κουβέντα για το αν θα πάνε στο Πανηγύρι του Ριμέντιο, αλλά όσο μεγάλωναν οι μέρες και το χορτάρι θέριευε στο παλιό νεκροταφείο, τη ντόνα Έστερ έμοιαζε να την κατέχει μια αίσθηση κούρασης, μια ατονία, όμοια με εκείνη που κάθε χρόνο την άνοιξη έκανε χλωμή τη Νοέμι.

Ο δανειστής δε θα πληρωθή και φέτο, ο τόκος δε θα δοθή, το χρέος θ' αυγατήση, λεφτά δε θα βρεθούν το χινόπωρο για την καλλιέργεια, το ψωμί θα λείψη τον χειμώνα, παπούτσια και φουστάνια τίποτε. Ο γάμος δε θα γίνη και φέτο, ο γαμπρός θα θέλη τα λεφτά που τούταξαν, το κορίτσι θα μαραζόνη η φαμελιά θα ντροπιαστή· ίσως και διαλύση την αρραβώνα ο γαμπρός· ο κόσμος τότες θα πη τα δικά του.

Πόσας φοράς δι' απλήν διασκέδασιν, τα εκυνήγα με τ' άλλα βλαχόπουλα μαζί και τα κατέκοπτε μ' ένα κτύπημα της αγκλίτσας της! Πόσας φοράς τον χειμώνα, εύρισκε κατάστρατα της δενδρογαλιαίς και τους αστρίτες, ακινήτους εκ του πολλού ψύχους κ' έθετεν αυτούς εις τον κόλπον της να τους θερμάνη, αφροντιστούσα διά τα δήγματά των.

Εγνώρισε νεανίας την αθηναϊκήν πρωτεύουσαν, ελληνικήν έτι μικρόπολιν, και επανέρχεται να ίδη και θαυμάση την μακρόθεν φημισθείσαν εις τα ώτα του ευρωπαϊκήν μεγαλόπολιν. Εγνώρισε, φοιτών εις το πανεπιστήμιον προ ετών πολλών, τας στενάς ατραπούς, ας διέβαινε πρωινός τον χειμώνα, σπεύδων να καταλάβη θέσιν εις τον Παπαρρηγόπουλον.

Κατά δε τον ακόλουθον χειμώνα οι Λακεδαιμόνιοι, άμα έμαθαν ότι οι Αργείοι έκτιζαν τείχη, εστράτευσαν κατά του Άργους, αυτοί και οι σύμμαχοι των, πλην των Κορινθίων· είχαν επίσης συνεννοήσεις τινάς και εν αυτώ τω Άργει. Αρχηγός δε της εκστρατείας ήτο ο βασιλεύς των Λακεδαιμονίων Άγις ο Αρχιδάμου.