United States or Cuba ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και όπως εκαθόταν συμμαζωμένη, με τα μάτια στυλωμένα πέρα, δεν έκανε τη μισητή εντύπωσι που ταιριάζει στο είδος της. Έμοιαζε καλονοικοκυρά βγαλμένη στην πόρτα να προσμείνη τον άντρα της. Μου ήρθε όρεξις να παίξω με το πουλί και άρχισα να το προγγάω, κινώντας χέρια και πόδια: — Ξιξιξί!... ξιξιξί!... — Τι κάνεις αυτού, μωρέ! μου φωνάζει ο καπετάνιος. — Μια κουκουβάγια κάθεται στην κόφα.

Ο μελαχροινός κύριος ευχαρίστησε τη γυναίκα μ' ένα γλυκό χαμόγελο, έφερε τους μενεξέδες στα χείλη του με μια βαθειάν αναπνοή που έμοιαζε σαν αναστεναγμός κ' έπειτα τους έβαλε με προσοχή στην κουμπότρυπά του. Στο στρίψιμο του δρόμου η γυναικούλα έγνεψε στον οδηγό.

Από εκεί πάνω, ναι, ο Έφις έβλεπε το Βουνό του μακριά και πέρασε τη νύχτα με προσευχές, κάτω από το μαύρο σταυρό που έμοιαζε να ενώνει το γαλανό ουρανό με την γκρίζα γη. Την αυγή ακούστηκε μια μακρινή ψαλμωδία.

Σίγουρα κάποιος ερχότανε∙ και πραγματικά τα σκυλιά άρχισαν ξαφνικά να γαβγίζουν στα κοντινά κτήματα και όλο το τοπίο που λίγο πριν έμοιαζε να κοιμάται μέσα στον ψίθυρο της προσευχής των βραδινών ήχων, γέμισε από αντίλαλους και βοή, σαν να ξυπνούσε απότομα. Ο Έφις άνοιξε πάλι.

Ανάμεσα στη Γκριζέντα και στη Νατόλια, ψηλός, διαφορετικός από όλους έμοιαζε να είναι το μαργαριτάρι στο δαχτυλίδι του χορού και ένοιωθε το χέρι της Γκριζέντα να εγκαταλείπεται τρέμοντας λιγάκι μέσα στο δικό του, ενώ τα σκληρά και ζεστά δάχτυλα της Νατόλια μπλέκονταν δυνατά με τα δικά του σαν να ήταν εραστές.

Οι γυναίκες χόρευαν και ανάμεσά τους η Γκριζέντα με το πρόσωπο ξαναμμένο γελούσε σαν να ήταν η τρελή του πανηγυριού και ο Έφις ψιθύρισε αγγίζοντας το γόνατο του Τζατσίντο: «Αφεντικό… λέω… κοίταξε εκείνο το κορίτσι… Είναι καλό, αλλά φτωχό και έπειτα είναι και ορφανό….» «Θα την παντρευτώ», είπε ο Τζατσίντο, αλλά κοίταζε καταγής και έμοιαζε να ονειρεύεται. Κεφάλαιο έκτο

Ήταν κασσέλα κ' έμοιαζε σαν χελώνα· ήταν χελώνα κ' έμοιαζε σαν κασσέλα. Τρέχει ο Μπέης, κατεβαίνει τη σκάλα και του πέφτει στα πόδια. — Αμάν γέροντά μου· σώσε μου το χανουμάκι και ό,τι θες από μένα. — Μη φοβάσαι μπρε! του φωνάζει εκείνος άγρια· όσο είμ' εδώ μη φοβάσαι! Μόνον ένα πράμα θα κάμης· να πάρης τη Μπέησα και να φύγης γλήγορα από τον πύργο.

Ήταν η ρυθμική φωνή του κούκου, το τραγούδι των πρώιμων τριζονιών, ο στεναγμός κάποιου πουλιού• ήταν ο αναστεναγμός των καλαμιών και η φωνή, όλο και πιο καθάρια, του ποταμού. Πάνω απ’ όλα όμως ήταν μια πνοή, ένα λαχάνιασμα όλο μυστήριο που έμοιαζε να βγαίνει μέσα από την ίδια τη γη.

Και αληθινά έμοιαζε για ψεύτικη. Ήταν η ομορφώτερη που είδα στη ζωή μου! Το πούπουλο της με γραμμές ρεβιθιές, λιγότερες στο πεταχτό στήθος, πυκνώτερες στα φτερά και τη ράχη, εγυάλιζε σαν καθαρό μετάξι κ' εκατέβαινε άψεγο, χιονάτο στα ψαλιδωτά ακροφτέρια, που έσμιγαν με την ουρά κ' έπεφταν πλατομαντήλα, στα δασωμένα καλαμοπόδαρά της. Και ήταν αληθινά φεγγαροπρόσωπη!

Το λυχνάρι άναβε επάνω στο παλιό κάθισμα και έμοιαζε η μικρή του φλόγα να κρατά θλιμμένη συντροφιά στην ντόνα Ρουθ που καθόταν ακόμη ακίνητη με το κεφάλι ακουμπισμένο στη ράχη της καρέκλας και τα χέρια εγκαταλειμμένα, το ένα από εδώ και το άλλο από εκεί, και τις αρθρώσεις τους επάνω στο ξύλο. Το μισό της πρόσωπο ήταν φωτισμένο, χλωμό και το άλλο μισό ήταν στη σκιά, σκοτεινό.