United States or Aruba ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο τράχηλός του φαινότανε πειο άσπρος από το χιόνι, τα πισινά του πειο πράσινα από τριφύλλι, το ένα από τα πλευρά του κόκκινο σαν πορφύρα, το άλλο κίτρινο σαν σαφράνι, η κοιλιά του άσπρη σα λαζούρι, η ράχη ρόδινη. Αλλά όταν το κύττταζε κανείς πειο πολύ, όλα αυτά τα χρώματα χόρευαν στα μάτια και άλλαζαν, πότε άσπρα και κίτρινα, πράσινα, μπλε, πορφυρά, σκοτεινά ή φωτεινά.

Τώρα όμως έβλεπε τις θείες του να τον σερβίρουν όλο φροντίδα, τον υπηρέτη να του χαμογελά σαν να ήταν μωρό, τα κορίτσια να τον κοιτάζουν με τρυφεράδα και λαιμαργία, άκουγε τη μονότονη μουσική του ακορντεόν, διέκρινε τις σκιές που χόρευαν μες στη λάμψη της φωτιάς και σκεφτόταν ότι η ζωή του θα έπρεπε να περνά έτσι πάντα, φανταστική και χαρούμενη. «Χρειάζεται προσαρμογή», είπε ο Έφις προσφέροντάς του να πιεί. «Κοίτα το νερό.

Έξω αγέρας, κρύο και χιονόνερο, τα στοιχειά του χειμώνα χόρευαν με μανία, κι' η μάννα με το παιδί της κοιμώνταν παραστιάς σφιχταγκαλιασμένοι, σαν όταν ο Γεωργάκης είταν εφτά χρονών παιδάκι..

Εκεί βροντοκυλούσανε τ' αστραποπέλεκα, ροβόλαγαν τα νερά, απολύονταν οι σιφούνοι, έδερναν και λάμπαζαν απ' άκρη σ' άκρη τον τόπο. Μα εκεί ψηλά λούζονταν και χόρευαν οι Νεράιδες· κλώθανε οι Μοίρες τη ζωή του ανθρώπου· μάντριζε ο Αράπης τα τάλλαρά του με το σιδερένιο τοπούζι του.

Τότε ο Έφις θυμήθηκε το πανηγύρι στο Ριμέντιο, τη Νατόλια και την Γκριζέντα που χόρευαν έχοντας στριμώξει ανάμεσά τους τον ξένο και ένας δυνατός πόνος τον διαπέρασε, αλλά ο πόνος αυτός του δημιούργησε μια έντονη επιθυμία μα κάνει κάτι ενάντια στη μοίρα. «Πού μπορώ να τον βρω; Να είναι στο Μύλο τώρα;» «Κατά φωνή…

Και θαμπωμένη εμπρός σ' αυτό το γεμάτο μυστήριο και ξάφνισμα απειροφώτισμα, κάρφωσε ασυνείδητα τα μάτια της ίσα στα γυαλιά του παραθυριού με όψη τρελλής, ασάλευτη σαν παραλυμένη. Η βροχή με γοργό κατρακύλημα πυροβολαρχίας, χτυπούσε τόρα και παράδερνε το σπίτι, τα κεραμίδια μέσα στη νεροποντή χόρευαν και τα γυαλιά του παραθυριού έχυναν μελωδία τυμπανοκρούσματος.

Για σπηλιά των Νυμφών ήταν ένας μεγάλος βράχος, από μέσα βαθουλός και απ' έξω στρογγυλός· τα αγάλματα των Νυμφών αυτών ήτανε καμωμένα από πέτρα. Ήταν ξυπόλητες· τα χέρια τους γυμνά ίσαμε τους ώμους, τα μαλλιά ίσαμε το λαιμό ριγμένα, ζώνη γύρω στη μέση, πρόσωπο γελαζούμενο. Όλο τους το φτιάσιμο ήτανε σαν να χόρευαν στη σειρά. Η καμάρα της σπηλιάς ήτανε το πιο μεσιανό μέρος του μεγάλου βράχου.

Είχαμε ταξιδέψει σε μεγάλες πολιτείες, είχαμε πάει στα μουσεία, που έχουν μέσα αραδιασμένα όλα τα πιο παράξενα πράματα του κόσμου, πηγαίναμε στα μεγάλα θέατρα, που βγαίναν' ανθρώποι, ντυμένοι με παράξενα ρούχα, και μιλούσαν και μάλλωναν και σκότωνε ο ένας τον άλλον και κλαίγανε και γελούσαν και κάποτε χόρευαν κ' έκαναν ό,τι μπορεί να φαντασθή άνθρωπος.

Όλα τα στοιχειά και τα τέρατα τινάχτηκαν από τον ύπνο και χόρευαν μες στο σκοτάδι, παίρνοντάς τον στο κατόπι και περιτριγυρίζοντάς τον. Και να τον πάλι να περιμένει, αλλά ο Τζατσίντο είχε κι εκείνος πάρει τη μορφή ενός τέρατος, λες και τα πνεύματα της νύχτας τον είχαν πάρει μαζί τους στο μυστηριώδες βασίλειό τους κι εκείνος γύριζε από εκεί φρικτά παραμορφωμένος. Καλύτερα να μη γύριζε ποτέ.

Αυταίς είναι η νεράιδες, παιδάκι μου, και πατούν στον αέρα, απήντησεν η Μαχώ. Την διήγησιν διά της νεράιδες που χόρευαν την επεβεβαίωσε και η γρηά Φαλκίτσα, η μητέρα της Μαχώς, μία γραία κοντή και κυρτή, ομοία μ' ένα κουβαράκι. Αυτή είχεν ιδεί 'στον καιρόν της πολλά απίστευτα πράγματα.