United States or Jersey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κριταί ως θεοί! και πότε Την αρετήν αθλίως, Πότε δεν εκατάτρεξαν; Πότε ευσπλαχνίαν εγνώρισαν, Δικαιοσύνην; Με υπερηφάνους πόδας Καταφρονητικούς, Δεν πατούν το χρυσούν Συντριφθέν τώρα ζύγωθρον Του ορθού νόμου; Το αχόρταστον δρέπανον Αυτοί βαστούν· θερίζουν Πάντ' όσα ο ίδρωτάς μας Ωρίμασεν αστάχυα Διά τους υιούς μας.

Δεν τους μέλλει, τους ζωντανούς ποιος έχει χτίσει τα ερείπια, ούτε γιατί, και η αδιαφορία αυτή είναι η ζωή. Αντί να γκρεμίζουν και να ξαναχτίζουν τοίχους, μεταχειρίζονται τους παλιούς. Έτσι και στα νεκροταφεία τους περνοδιαβαίνουν σκύλοι και άνθρωποι και πατούν τα μνήματα· γυναίκες κάποτε κάθονται ώρες εκεί, όταν ο καιρός είναι καλός, και κουβεντιάζουν και λέγουν.

Ξέρει το δάκρυ μοναχά το μάτι, να το φλογίση δεν μπορεί η οργή; το σκύψιμο γνωρίζει μόνο η πλάτη, το χέρι δεν τολμά να σηκωθή; Ντροπή, γενιά νεκρή, ξεφυλισμένη, σα σερπετό να σέρνης την κοιλιά, να σε πατούν και συ ευχαριστημένη τη φτέρνα να φιλής που σε πατά. Ντροπή να γλύφης το άπραγο το χέρι, ζωές να τρέφης άχρηστες, λαέ, να προσκυνάς αρχόντους κι ας μην ξέρη ο κόσμος άλλον άρχοντα από σε»,

Κ' οι Αλαμανοί, απ' άλλη μεριά, από κει πούχαν αφεθή τα τείχι' αφύλαχτα κ' έρημα, χυμάν και κρυφά μπαίνουν στα κάστρα μέσα και την πατούν την πολιτεία και σφάζουν και χαλνούνε και σκλαβώνουν. Απάνω από τριάντα χιλιάδες λαό, λένε οι χωρικοί σήμερα, έπαιρνε η πολιτεία αυτή τότε. Παύλε Αιμίλιε! Σκληρέ κι άπονε πολέμαρχε της Ρώμης!

Κ' οι Αλαμανοί, απ' άλλη μεριά, από κει πούχαν αφεθή τα τείχι' αφύλαχτα κ' έρημα, χυμάν και κρυφά μπαίνουν στα κάστρα μέσα και την πατούν την πολιτεία και σφάζουν και χαλνούνε και σκλαβώνουν. Απάνω από τριάντα χιλιάδες λαό, λένε οι χωρικοί σήμερα, έπαιρνε η πολιτεία αυτή τότε. Παύλε Αιμίλιε! Σκληρέ κι άπονε πολέμαρχε της Ρώμης!

Εις εκείνα τα μέρη όπου βόσκεις είνε πολύ παράμερα; Δεν πατούν άνθρωποι εκεί; — Δεν πατούν, αφέντη. — Λοιπόν αυτάς τας ημέρας εύρες κανένα άνθρωπον εκεί; — Ναι. — Και τι άνθρωπος ήτον; — Αν ήτον άνθρωπος, μου εφάνη πολύ άγριος, αφέντη. — Τον είδες μίαν φοράν μόνον; — Τον είδα δύο φοραίς. — Ημέραν ή νύκτα; — Νύχτα και μέρα. — Και ήτον μόνος του;

Αυταίς είναι η νεράιδες, παιδάκι μου, και πατούν στον αέρα, απήντησεν η Μαχώ. Την διήγησιν διά της νεράιδες που χόρευαν την επεβεβαίωσε και η γρηά Φαλκίτσα, η μητέρα της Μαχώς, μία γραία κοντή και κυρτή, ομοία μ' ένα κουβαράκι. Αυτή είχεν ιδεί 'στον καιρόν της πολλά απίστευτα πράγματα.

Τούτο δε συμβαίνει εις όλους σχεδόν τους Μήδους, όταν αφιππεύουν βαδίζουν, ως να πατούν επί ακανθών, ακροποδητί. Διά τούτο όταν έπεσε κάτω και δεν ήθελε κατ' ουδένα τρόπον να σηκωθή, ο Ερμής τον εσήκωσε και τον έφερε μέχρι της αποβάθρας, εγώ δε εγελούσα.

ΒΑΓΚΟΣ Πόσον να θέλη απ' εδώτο Φόρες;... Ω! Τι είναι αυτά τα όντα τ' άγρια, τα καταζαρωμένα; Δεν 'μοιάζουν κάτοικοι της γης αν και πατούν το χώμα! Τι είσθε; Ζήτε; Άνθρωπος 'μπορεί να σας λαλήση; Αποκριθήτε! Φαίνεσθε ωσάν να μ' εννοήτε, διότι αναιβάζετε η κάθε μια συγχρόνως το ξεραμένο δάκτυλοτα μαραμένα χείλη. Αν έλειπαν τα γένεια σας θα έλεγα ότ' είσθε γυναίκες!

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΔΩΦ Ναι· κι' όλοι θέλουν κρέμασμα. Ο ΥΙΟΣ ΤΗΣ Όσοι πατήσουν όρκους κρέμασμα θέλουν; ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΔΩΦ Όλοι των! Ο ΥΙΟΣ ΤΗΣ Και ποιος θα τους κρεμάση; ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΔΩΦ Οι άνθρωποι οι χρήσιμοι. Ο ΥΙΟΣ ΤΗΣ Όσοι πατούν τους όρκους είναι ανόητοι λοιπόν· διότι έχει τόσους, που τους χρησίμους έφθαναν αυτοί να τους κρεμάσουν.