United States or São Tomé and Príncipe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν το γλυκοχάραμμα στα κορφοβούνια φέγγει, Που στα χρυσά τα ονείρατα ξυπνά η χωριατοπούλα Και πάει στη βρύση γιο νερό, τέτοια τραγούδια λέγει. Τα καλοκαίρια τα ξανθά, που οι ξενοδουλευτάδες Θερίζουν άυπνοι ολονυχτίς τα καρπερά χωράφια Με το φεγγάρι το λαμπρό, τέτοια τραγούδια λέγουν

Είτα ο Κύριος και πάλιν τους ανέμνησε πως ο Θεός ενδύει, λαμπρότερον ή εν πάση τη δόξη του Σολομώντος, τα κρίνα του αγρού, και τρέφει τα πετεινά του ουρανού, τα οποία δεν σπείρουν ουδέ θερίζουν, και τους συνεβούλευσε να μη μετεωρίζωνται επί της τεταραγμένης θαλάσσης των μεριμνών και της τύρβης του βίου. Αι παρατηρήσεις απηυθύνοντο κυρίως προς τους μαθητάς, αλλά και το πλήθος τας ήκουεν.

Λέει με στίχους τον τρόπο και τον καιρό που έπρεπε να σπέρνουν και να θερίζουν οι παλιοί μας. — Έσπερναν λοιπόν κ' εκείνοι; ρώτησε ο νέος με παιδιάτικη αφέλεια. Η κόρη τον κύτταξε κατάματα για να μάθη αν της μιλούσε σοβαρά. — Έχεις δίκιο· είπε σε λίγο κουνώντας το κεφάλι της· θα μαίνουμαι μάλιστα πώς δε ρωτάς κι αν έτρωγαν ακόμη.

Κάτωτον Μαραθόκαμπο, που ολονυχτής θερίζουν, Κάποιος λεβέντης θεριστής ψηλό τραγούδι λέγει Κι' ως το ξημέρωμα ξυπνόν βαστάει όλον τον κάμπο· Βαστάει κ' εμένα ξύπνηγη την ποθοπλανταγμένην Δέκα βραδιές ολόβολεςτα παραθύρια απάνου, Κι' απ' τον ήχο του τραγουδιού κι' απ' την γλυκειά φωνή του Τα νυσταγμένα μάτια μου τον ύπνο δεν τον θέλουν.

Ηξεύρετε ότι εις όλα εδώ τα χωρία της περιφερείας μας ούτε ιατρός υπάρχει, ούτε φαρμακείον. Δεν γνωρίζω εάν ετυπώθη ποτέ εις Αθήνας, έως εδώ όμως δεν έφθασε ποτέ ούτε βιβλίον, ούτε φυλλάδιον με οδηγίας περί του πώς ν' αποφεύγωμεν ή να θεραπεύωμεν τας κοινοτέρας νόσους, δεν λέγω την λύσσαν, αλλά τας ασθενείας αι οποίαι θερίζουν αδίκως τα τέκνα μας! Ας είναι! θα γείνουν όλα με τον καιρόν.

Άρα όλαι αι μάστιγες εκείναι, αι κατά το φαινόμενον τόσον άσχημοι, όσαι θερίζουν τα άωρα βρέφη, η ευλογιά κ' η οστρακιά κ' η διφθερίτις και άλλαι νόσοι, δεν είναι μάλλον ευτυχήματα, δεν είναι θωπεύματα και πλήγματα των πτερών των μικρών αγγέλων, οίτινες χαίρουν εις τους ουρανούς όταν υποδέχονται τας ψυχάς των νηπίων; Και ημείς οι άνθρωποι, εν τη τυφλώσει μας, νομίζομεν ταύτα ως δυστυχήματα, ως πληγάς, ως κακόν πράγμα.

Αιώνες δεν απόστασες να γέρνης σαν το νωθρό το βόδι στο ζυγό, να σου θερίζουν άλλοι ό τι εσύ σπέρνεις, αργούς να τρέφης στάζοντας ιδρό; Να χύνης αίμα αυτούς για να πλουταίνης, να τους υψώνης σκύβοντας στη γη, και συ να λαχταράς, να μη χορταίνης και το πικρό σου, το ξερό ψωμί

Κι αυτός δεν ξέρει ακόμα τα τρία κακά της Μοίρας του. — Όχι, μην το λες, είπε η γριά. Μην το λες, δεν ξέρει. Και πώς σπέρνουν έμαθε και πώς φυτεύουν και πώς τρυγάνε και πώς θερίζουν, ναι. Όλες τις δουλειές του κόσμου τις ξέρει. — Αυτά δε χρειάζονται· δεν είνε για τη θέση του. Να, εδώ είνε η δουλειά του. Να πάρη να διαβάση, να φωτισθή· να μάθη πώς ήταν μια φορά οι δικοί μας.