United States or Trinidad and Tobago ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μωρή ζουλεύεις, ζουλεύεις και μου τα λες αυτά. Στο χαγιάτι της κερά Δέσπως. Η νύφη κάθεται στο μιντέρι χαμηλοβλεπούσα, και τη στολίζουνε κορίτσια. ΔΕΣΠΩ, ΑΡΕΤΟΥΛΑ, ΓΑΡΟΥΦΑΛΙΑ, ΚΟΡΙΤΣΙΑ, ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΕΣ, κατόπι ΚΩΣΤΑΝΤΗΣ, ΑΔΕΡΦΙΑ και ΒΙΟΛΙΤΖΗΔΕΣ απέξω. Σήμερα λάμπει ο ουρανός, σήμερα λάμπει η μέρα, Σήμερα στεφανώνεται αϊτός την περιστέρα. Δέσπω.

Σαν έφτασε να μην έχη να φάη κανένας δεν τούδινε. Έβαλε και το σουρτούκο του αμανάτι Πέθανε στην ψάθα. Πέντε χριστιανοί πήγανε στο λείψανο του. Κάλλια να μην πηγαίνανε κι' αυτοί. Ξέρεις ποια ήτανε η παριγοριά τους. «Κ' η μεγάλη καλωσύνη, θεια Μαχώ, κουταμάρα είνε μαθές». Έτσι λέγανε στη μαννού μου. Αυτό ήτανε το συχώριο τους. Τακούς, συμπέθερε; Κούνησα το κεφάλι μου. — Τακούω να λες! ξαναείπε.

Ήθελε κάτι να κάμη, από κάτι να καταπιαστή για να δοκιμάση τη δύναμή του. Άξαφνα είδε την αξίνα του Μαλαματένιου σ' ένα κουτρούλι και την άδραξε στα χέρια. Έδωκε μια κι αναποδογύρισε ένα κομμάτι χώμα ίσαμε δέκα πλίθες. Έπειτα άρχισε να σκάφτη βιαστικά, σηκώνοντας και κατεβάζοντας την αξίνα με πείσμα, λες κ' ήταν εχτρός του η γη κ' ήθελε να την τελέψη.

Ψυχή και γλώσσα είναι το ίδιο. Τι λες τώρα να σημαίνη αφτό το παραμύθι: Είναι αξιόλογο παραμύθι και μπορεί ο καθένας όπως θέλει να το πάρη· ο καθένας μπορεί να πη πως είναι ίδιος του μεγαλοπολίτης και μικροπολίτες οι άλλοι. Είναι μαργιόλικο παραμύθι κ' έχει το νόημά του κι αφτό. Η ποίηση κ' η φιλοσοφία, το δράμα και τα ρομάντσα, η φιλολογία, σαν που λέμε, είναι το γυαλί.

Καϋμένη! είπεν ο Γιάννος με λύπην, ατενίζων αυτήν εις τους οφθαλμούς· μη λες ψέμματα, γιατί μας ακούει ο Θεός. Η Μάρω εχαμήλωσε την κεφαλήν υπό το εταστικόν βλέμμα του αδελφού της. Αλλά ο Γιάννος είχε μεγαλειτέραν ανάγκην να φάγη· οι οφθαλμοί του είχον βαθύνει από την νηστείαν τόσον ημερών.

Λοιπόν, αφέντη, είμ' έτοιμος με την ευχή σου να πάρω την Ουρανίτσα· ιδού λάβε το δακτυλίδι να της στείλης δι' αρραβώνα. — Τι λες, παιδί μου; Η Ουρανίτσα τώρα έχει δυο παιδιά, ανήψια σου. Βρίσκεται στην Ύδρα με τον αδερφό σου. — Τον αδερφό μου... Την επήρε ο Μπιφάνης γυναίκα; — Τι ήθελες να κάμω; Αφού είχα δώσει τον λόγο μου...Δεν με άκουσες εσύ, ο Μπιφάνης έκαμε υπακοή.

Και έσκυψε κάμποσο για να μπη μέσα ένας χωρικός, σαραντάρης άνδρας, ψηλός, πλατύστηθος, στιβαρός, ο γνωστός Μανάρας, λαθρέμπορος, φημισμένος για την αφοβία και για την τέχνη του να γελά την εξουσία. Είχε μαζή του έναν βοηθό και το παιδί του, το Βαγγελάκι. — Πολύ αργήσατε, είπεν ο γούμενος. — Δε λες πως ήρθαμε! είπεν ο χωρικός. — Πώς μαθές; αρώτησεν ο γούμενος.

Και τέλος, όταν θελήσης, να φάγης ένα κταπόδι ωμό ή σουπιά και ν' αποθάνης. Αυτή είνε η ευτυχία την οποίαν θα σου δώσω. ΑΓΟΡ. Να την κρατήσης για τον εαυτό σου. Αυτά που μου λες είνε απάνθρωπα και συχαμερά. ΔΙΟΓ. Εύκολα όμως και όλοι δύνανται να τα βάλλουν εις πράξιν.

Του φαινόταν πως άκουγε ακόμη τις γυναίκες να ξεσκονίζουν χτυπώντας τα έπιπλα, αλλά λες και χτυπούσαν τον ίδιο. Ναι, κάτι τον διαπερνούσε, στη ράχη, στους ώμους, στα πλευρά και στους αγκώνες, στα γόνατα και στις αρθρώσεις των δακτύλων. Και η ντόνα Νοέμι ήταν εκεί, χλωμή, και έραβε, έραβε και με τη βελόνα της του τρυπούσε την ψυχή.

ΑΡΓΓΑΝ Δε μου λες, σε παρακαλώ, πού βρίσκεσαι; Και πώς την τόλμη ν' αυθαδιάζης έτσι εσύ, μια τιποτένια υπηρέτρια μπροστά στον αφέντη σου; ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Όταν ο αφέντης δε συλλογίζεται τι κάνει, μια λογική υπηρέτρια έχει το δικαίωμα να τον σωφρονίζη. Σας είπα, είνε καθήκον μου να μη σας αφίνω να κάνετε τρέλλες. ΑΓΓΕΛΙΚΗ Μα, πατέρα μου, θα βλάψουν την υγεία σας αυτά που κάνετε.