United States or Northern Mariana Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι άμα έφτασεν εκεί και βρήκε το Δάφνη, προσμένοντας με καρδιοχτύπι τα νέα, τόνε δυναμόνει κράζοντάς τονε γαμπρό και του δίνει το λόγο του πως το χυνόπωρο θα κάμουν τους γάμους· και τόνε βεβαίωνε ότι κανένας άλλος δεν θα πάρη τη Χλόη εξόν απ' αυτόν. Γρηγορότερα λοιπόν κι από το νου ο Δάφνης και χωρίς να πιη μήτε να φάη τρέχει στη Χλόη.

Του επερνούσε του κανονιού τις μπάλες τις βαρύτατες στα πόδια, να μη μπορή να κινηθή, που και χωρίς το μπεδούκλωμα αφτό δε θάπαιρνε τα πόδια του, παραλυμένα από το αλύπητο τουμπάνισμα. Τον έσπρωχνε ύστερα να φάη τα μούτρα του μες το φριχτόν απόπατο, και τον εκλείδωνε μέσα εκεί ώρες ολόκληρες για τιμωρία.

Χαιρότανε να δίνη κι όταν πλησίαζε με τις πεντάρες του και φαινότανε τόσο ευτυχισμένοςσα να γνώριζε τί σημασία έχει για ένα φτωχό μουσικό να του δίνουν χρήματα για να φάησυχνά έκανε κάποιο μελαψό πρόσωπο να γελά, δείχνοντας τα λευκά του δόντια, και κάποια μαύρα ολάστραφτα μάτια να κοιτάζουνε με χαρά τα γαλανά δικά του. Τώρα όμως κρεμότανε τόσο κουρασμένος και μικρός στην αγκαλιά του πατέρα.

Αν σε φάη τακονάκι Το τζαπί και το φτιαράκι. Η δενδρογαλιά, ο σαπίτης, ο τυφλίτης, το σαΐτάρι θεωρούνται ακίνδυνα. Ως φάρμακον εις ουδετέρωσιν του ιού των όφεων παρέχεται λευκή τις κόνις κατασκευαζομένη έκ τινος φυτού όπερ και φιδοχόρτι καλείται.

Πού να βρεθή το πετμέζι, γυιε μου; είπεν η Φραγκογιαννού. Μεθαύριο να μαυρίσουν τα σταφύλια στ' αμπέλι, να τα τρυγήσουμε, να κόψουμε τα ξεκούδουνα απ' τα κλήματα, να κάμουμε πολύ-πολύ πετμέζι, να φάη το καλό παιδί. Πώς σε λένε; — Γιώργη τόνε λέμε, θεια, είπε το μεγαλείτερον κοράσιον. — Εσένα; — Δαφνώ. — Κ' εσένα; ηρώτησεν η Γιαννού το μικρότερον κοράσιον. — Ανθή. — Να ζήσετε!

Εγώ θα γυρίζω γύρω γύρω από τα δεξιά προς τα αριστερά, και έτσι θα μετράτε και σεις γύρω γύρω, καθένας τον αριθμόν που του πέφτει, και αυτό πρέπει να γείνη σαν αστραπή, και οποίος αργήση ή κάμη λάθος, θα φάη ένα μπατσο και ούτω καθεξής, ως το χίλια. — Ήτο θελκτικόν να το βλέπη κανείς. Εγύριζε γύρω γύρω με τον βραχίονα εκτεταμένον.

Γιατί όταν έφτανε στον τελευταίο στίχο, το πήγαινε πια στα τέσσερα, τόσο γλήγορα, τόσο γλήγορα, σα να ήθελε να φάη την τελευταία λέξη και να την κρατήση για τον εαυτό του. Το πιάνο δεν μπορούσε να τον ακολουθήση και τούτο γιατί τα δυο ζευγάρια κάλτσες τα νόμιζε δικά του και το στίχο ολάκερο τον έπαιρνε σαν υπαινιγμό.

Ο καπετάνιός μας, μόλις που άφησε τα κιάλια από τα χέρια του κι' ανάσανε γιατί τα πήραμε καλά, ακούει από την πλώρη: — Πράσινο φανάρι! — Πράσινο φανάρι! επαναλαμβάνει και ο πλοίαρχος σαν χαζός και γυρεύει πάλι τα κιάλια του. Από την πλώρη η βάρδα ξαναφωνάζει πάλιν: — Πράσινο φανάρι! Αχ, μωρέ παιδιά μου, ένα πράσινο φανάρι! Το είδαμε κ' ηρχόντανε με θυμό κατεπάνω μας, να μας φάη.

Εγώ ετοιμαζόμουν να φύγω• ο δε Ευκράτης εστράφη και εφαίνετο ότι δεν ήξευρε τι να κάμη• αλλ' επειδή με είδε πολύ σκυθρωπόν, μου είπε• Έλα μέσα και συ, Μίκυλλε, να φας μαζή μας. Θα πω στο γυιό μου να πάη να φάη με τη μητέρα του στο γυναικωνίτη, για να γίνη θέσις για σένα.

Βαλαωρίτην και εις το υποσημειούμενον δημώδες άσμα. Τ' ακούσατε τί γίνηκετα Γιάννινατη λίμνη, Που πνίξανε τσ' αρχόντισες με την Κυρά Φροσύνη; Άλλη καμμιά δεν τώβαλε το λιαχουρί φουστάνι. Πρώτ' η Φροσύνη τώβαλε κ' εβγήκετο σεργιάνι. Δεν σ' τώλεγα Φροσύνη μου, κρύψε το δαχτυλίδι, Γιατ' αν το μάθ' ο Αλή-Πασσάς θε να σε φάη το φείδι; Αν ήστε Τούρκοι αφήστε με, χίλια φλωριά σας δίνω.