Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 28 Ιουνίου 2025


Ο Μπαρμπατρίμης συλλογισμένος αυτιαζόταν το σφύριγμα και την ώρα που ο καπετάνιος τον επλησίαζε του ξανάειπε ανήσυχος: — Καπετάν Κρεμύδα, ο Νότος δυναμώνει· να μαϊνάρουμε, λέω, λίγα πανιά, γιατί θα μας τα φάη. — Κάμε ό,τι θες· απάντησεν εκείνος. Και αποκαμωμένος, καταϊδρωμένος, ακούμπησεν αγκομαχώντας στην κουπαστή και απαράτησε χάμω την τσάγκρα.

Αχ, και να είχες μάτια να τα δης αυτά, Κωσταντάκη, που σε κουβαλούνε, κ' έννοια δεν την έχεις τη ρήμαξη που αφίνεις μέσα στ' αρχοντικό σου. Ποιός τόλεγε, Πιπινιώ μου, πως σε τρία φεγγάρια μέσα είτανε γραμμένο να τα φάη το χώμα και τα τρία ταδέρφια. Πιπ. Και που έκαμε μαθές νισάφι ο απόνετος ο χάρος να κάμη και δω. Πέντε πέντε και δέκα δέκα τους θερίζει μαζί καθεμέρα.

Η γρηά Παντελού ήλθεν εις την ακμήν να μετανοήση ότι έπαυσε να κολλά τον φούρνον, ας ήτο και μήτηρ συμβούλου επαρχιακού. Δεν της ήρκουν τα άλλα βάσανα, είχε και την γραίαν στρίγλαν την γειτόνισσάν της, ήτις δεν έπαυε να επαναλαμβάνη την σκληράν επωδόν: «Θα φάη κι' άλλη ψωμί!».

Χίλια χρόνια τόρα σε τέτοια αμαρτία δεν έπεσε το μοναστήρι, έκανε ακόμα ο πάτηρ Συμεών, χίλια χρόνια. Ύπαγε οπίσω μου, ύπαγε οπίσω μου!... Να τους φάη η κίσσα η κακιά, να τους φάη!... Ύστερα από λίγη ώρα έφτασε απ' το χωριό κι ο αστυνόμος.

Παπα-Δράκος να σε φάη! του φώναζεν η Παπαδράκαινα, για να το τρομάξη, όταν έκλαιε, που το εσυχαινότανε σαν την αμαρτία της.

Και μετά μίαν στιγμήν επέφερεν: — Αχ, παιδί μου, για ν' αποκτήση κανείς γρόσια, άλλος τρόπος δεν είνε, πρέπει να έχη μεγάλη τύχη, να εύρη στραβόν κόσμο, και να είνε αυτός μ' ένα μάτι, δεν του χρειάζονται δύο. Πρέπει να φάη σπήτια, να καταπιή χωράφια, να βουλιάξη καράβια, με τριανταέξ τα εκατό, θαλασσοδάνεια, το διάφορο κεφάλι.

Είτα ηγείρετο και κατέβαινεν εις την καλύβην της, και η γρηά Παντελού την προέπεμπε συνήθως μέχρι της κλίμακος. Τότε η Περμάχου επανελάμβανε, ταπεινή τη φωνή, την προφητείαν της ότι «θα φάη κι' άλλη ψωμί», η δε γραία διεμαρτύρετο ασθενώς κατά της επιμονής της.

Έχω γυναίκα ωμορφονιά, κ' είν' άρρωστη 'ςτό στρώμα Όλον τον κόσμο αρώτησα κι' όλος ο κόσμος μου είπε, Να φάη τα Μήλα τα Χρυσά να ξαναγειάνη πάλιΈλα 'ςτό κάστρο μου ψηλά να λούσω το κορμί σου, Με μόσχο, με ροδόσταμμα. λεβέντη, να σ' αλείψω.

Κι ο Λίακας αντρειωμένος, θάβγανε στο σβίδο το στοιχειό, θα πάλεβε να το νικήση, θανέβαινε απάνου στη συκιά, να κόψη σύκα να φάη, να φέρη και στους χωριανούς. Οι χωριανοί, άλλοι εχαμογέλασαν κι άλλοι εμπαιζογελούσαν. Μα οι πλιότεροι τον εκαμάρωναν με θαμασμό, κ' εμεγάλωνε στα θαμπωμένα μάτια τους ο Λίακας, κ' εφάνταζε αληθινά αντρειωμένος. Ωστόσο πολλοί εφουρκίστηκαν με τον παλιοκαφχησάρη.

Οπού σε τρύπα λογιαστή, ζωγραφιστή καμάρα, 85 Βασιλικά μ' ανάστησε μ' αγάπη και λαχτάρα, Σε χάιδια και σ' ανάπαψες, σε χίλια διο παιγνίδια Και μ' έθρεψε με κάστανα, με σύκα, με καρύδια· Και με λογής λογιών γλυκά, που ο νους σου δε χωράει, Γιατί δεν τα ίδες πουθενά, ποτέ δεν τα 'χεις φάη. 90 Πώς είναι τώρα δυνατό να φιλιοθούμε αντάμα, Οπού δεν έχομε όμιασι μηδέ καν σ' ένα πράμμα.

Λέξη Της Ημέρας

βουλιάξω

Άλλοι Ψάχνουν