United States or British Indian Ocean Territory ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν υπόσκονταν σ' εσένα Κέρδος, διάφορο κανένα, Δεν την πρόβανες σ' εμάς. Μ Υ θ Ο Σ Δ. Γ ά τ ο ς κ α ι Κ α θ ρ έ φ τ η ς Ω Φιλοσόφοι σοβαροί, 295 Οπού με γνώμη σταθερή Ξοδεύετε παντοτινά Χρόνια ζωής προσωρινά, Για να ξηγάτε τολμηροί, Όσα ο νους σας δε χωρεί· 300 Καταδεχτήτε ολίγο τι Προσεχτικό να βάλτε αυτί Σε Γάτου φέρσιμο και νου, Σοφού σωστά αληθινού.

Μα τι έχει μετ' εσένα Ο Γλωσσάς ο αχρειάνης, Και σε κράζει φτονερό; Έχει διάφορο κανένα Να ξετάζη εσύ τι κάνεις, Και να χάνη τον καιρό; Μον ας είναι, δεν το θέλει. Τάχα να κατηγοράη, Μόνε το 'χει φυσικό· Για τα ξένα να τον μέλει, Τα δικά του ν' αμελάη, Και να λέγη το κακό.

Δι' όλων αυτών των μέσων, ως και διά τινων χρηματικών δανείων, τα οποία εδάνειζεν εις τους χωρικούς «το διάφορο κεφάλι», είχεν αποκτήσει ου μικράν περιουσίαν, δημοπρατήσας τας οικίας ή τας αμπέλους χωρικών τινων, οίτινες ουδ' έλειψαν έκτοτε από πλησίον του, ούτε έχθραν ή μνησικακίαν εφαίνοντο τρέφοντας, προς αυτόν, αλλά τουναντίον μάλιστα εφαίνοντο ως να του ήσαν υπόχρεοι.

Μετά την σύντομον και τυπικήν του ιερέως πρόποσιν, εγερθείς ο μπάμπα-Μηλιός, κρατών την τσότραν την επταόκαδον, ήρχισε να χαιρετίζη τους πάντας και ένα έκαστον ως εξής: — Χριστός Ανέστη! αληθινός ο Κύριος! Ζη και βασιλεύει εις πάντας τους αιώνας! Είτα μετά το προίμιον, εισήλθεν εις την ουσίαν: — Γεια μας! καλή γεια! διάφορο! καλή καρδιά!

Και μετά μίαν στιγμήν επέφερεν: — Αχ, παιδί μου, για ν' αποκτήση κανείς γρόσια, άλλος τρόπος δεν είνε, πρέπει να έχη μεγάλη τύχη, να εύρη στραβόν κόσμο, και να είνε αυτός μ' ένα μάτι, δεν του χρειάζονται δύο. Πρέπει να φάη σπήτια, να καταπιή χωράφια, να βουλιάξη καράβια, με τριανταέξ τα εκατό, θαλασσοδάνεια, το διάφορο κεφάλι.

Να ιδούν μαθές, κι ο κόσμος να χαλάση! Ακούς; Διαστρεμένα! Έπεσαν στη γούβα να τσακιστούν. Έτσι ντε! να! Μπομπιεμένα!.. Ίχιτας! Εγύρισε με το δίσκο τόρα και τους εφλόγισε και τους κατάκαψε όλους με τα νάζια της και τα γλυκόλογά της. Ανέβηκε πάλι στο πάλκο απάνω. Άδιασε το διάφορο του δίσκου στο τραπέζι. Εκάθισε στην καρέκλα της, ανάμεσα στο Βιολιντζή και το Σαντουριέρη.

Και τι μαντάτα έχει απ' τον Δράκον, που τον απαντέχει χρόνους και καιρούς. — Τι μαντάτα; ηρώτησεν ο Αγάλλος, παρανοήσας την φράσιν της γραίας. — Τι διάφορο έχει, μαθές. Φωτιά π' τον ε!.. Πέτρα έρριξε πίσω, αγυρισιά του γείνηκε, τόσα χρόνια, μήτε γράμμα, μήτ' απηλογιά. Την νύκτα, όταν επέστρεψαν εις το Κάστρο οι ευφημούντες φίλοι, πατινάδα ηκούσθη πάλιν περί την συνοικίαν της Αναγκιάς.

Δώσε δω και δώσε κει μου φάγανε το βιος μου. Στους δρόμους θα μείνω. Να σου δώσω διακόσιες δραχμές, να μου δώσης και συ ένα αμανάτι Δεν το ξέρεις, Νικόλα παιδί μου· ζωή και θάνατος είνε σ' αυτόν τον κόσμο. Να μου φέρης το αμανάτι και να σου μετρήσω τις διακόσιες δραχμές να κάνης τη δουλειά σου. Διάφορο δε θέλω από σένα· τον καφέ μου και τον καπνό μου να μου πλερώνης κάθε μέρα.

Είναι πλούσιοι; Πόσα έχουν;» «Ούτε αυτοί, τι κάθεσαι και λες τώρα; Ίσως ο Μιλέζος, αλλά με δίκαιο διάφορο∙ τριάντα τοις εκατό, όχι παραπάνω….» «Και αυτό είναι δίκαιο διάφορο; Τότε τι είναι τα άλλαΤότε η Νοέμι έσκυψε στο τραπέζι και ψιθύρισε: «Και χίλια τα εκατό… Και καμιά φορά περισσότερο».

Με ένα μόνο φτωχοκλησιδάκι μες το λόγκο ρείπιο κι ανεβλόγητο, που τόχε τάμα κάποιος χριστιανός και τόχτισε, μα δεν εδιάβηκε Δεσπότης να ταγιάση· με λίγα ψιλά από τη δεκαμερία του Κόλια του χωροφύλακα σήμερα· με το διάφορο μιας λαγίνας του Βασίλη του καμιναρά από την Κορώνη άβριο· ξερωγωποιού μεθάβριο· με μια ποντικοφαγωμένη βρώμικη παλιόψαθα στην άκρη στο ρημοκλησάκι εκεί, στρωμένη σε μιαν αγκωνή μπροστά στο ιερό, απάνω στα χαλίκια· με του αγνού στις συνήθιες και τα αισθήματα χωριού της τη φριχτήν κατακραγή και τάφτονα πυκνά μαλιά της τα τετράξανθα, που χύνονται ανεμιστά κι αξάγκλεγα στις πλάτες πίσω τις σφιχτές, κι ορμούν ολόχρυσες δεντρογαλιές στις αντζακλείδες κάτω, μοναδικό στολίδι και καμάρι της, και μια φορά, έχουν να ειπούν οι τίμιες χωριανές, θενά τα δέση πλεχταριάν ολόχοντρη, γερή, να σφίξη τον αμαρτωλό λαιμό της.