United States or Antigua and Barbuda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μου είπε γλυκά και μώδειξε με το χεράκι της δίπλα στο πλευρό της κατά το ψυχικό. Καταλάβατε τ' ήθελε να 'πη η κόρη; Ε, σας φτάνουν ως εδώ, τάλλα δε σας τα φανερώνω. — Ακούστε, χωριανοί! Ταχιά, που θα σημάνουν η καμπάνες, να σκωθήτε όλ' σας, για να πάμε για μάρμαρα! Όποιος δε σκωθή και δεν πάη, νάχη τ' ΆιΝικόλα την κατάρα!

Καμμιά φορά προχωρούσαμεν ως το Μακρύκιοϊ, κ' εβλέπαμε τους ιταλούς που ψαρεύανε σε κάτι λίμναις τους βατράχους. Ακούς να τους τρώνε, παπά- Νικόλα; Εγώ προ πάντων δεν άφησα τίποτε αγύριστον από τας αρχαιότητας. Και να μη μου μοιάση διόλου ο Μοναχάκης; Μεγάλο καϋμό το έχω! Χωρίς άλλο τον έχουν μαγεμένον, γιατί αυτός δεν ήτανε έτσι προτήτερα.

Δεν πειράζει, κυρά! αφού είσθε η ευγενεία σας, το ίδιο κάνει. Είνε για μια πτωχή οικογένεια . . . ό,τι προαιρείται ο καθείς. Και ο μέλλων κομματάρχης του Κ. Περδίκη ανοίγει διά των δύο του χειρών τας άκρας του μανδηλίου και πλησιάζει δύο βήματα προς την οικοδέσποιναν. — Νικόλα! φωνάζει η κυρία· δόσε πέντε φράγκα του κυρίου . . . — πώς ονομάζεσθε, παρακαλώ; — Κωστής Φυσέκης, κυρά!

Όχι από φόβο, ποτέ! Τρέχω γοργά στο σπίτι· η Μαριώ έλειπε στο ρέμα. Τόσο καλήτερα. Κόβω τα ρούχα στον ώμο, παίρνω και το κομπόδεμα κάτω από το προσκέφαλο, ρίχνω ένα βλέμμα στο κρεβάτι και χάνομαι σαν κλέφτης. Σκοτεινά έφθασα στον Άγιο Νικόλα, λύνω μια βάρκα και φθάνω στη φρεγάδα. Από τότε φάντασμα η ζωή. Θα μου ειπής δεν μετανόησα; Κ' εγώ δεν ξεύρω να σου αποκριθώ.

Μα δεν έχομε τα έξοδα. «Τα έξοδα βρίσκονται, μου είπε. Σ' ένα χρόνο μέσα θα τα βγάλης. Ας είνε καλά ο Μιχαληός! Να σου βρω εγώ, Νικόλα παιδί μου. Δεν έχω κ' εγώ, μα γιατί σ' αγαπώ και σε λυπάμαι, θα πάρω από το μπατζανάκη μου να σου δώσω...» Σήκωσα είκοσι λίρες κ' έβαλα το σπίτι υποθήκη. Αυτό μούμενε. Έφυγε ο Μιχαληός με το καλό.

Ένα πρωί πάνω στο καλδερίμι του μεγάλου του σπιτιού με τα ψηλά τα παραθύρια και τα μαρμαρένια τα θεμέλια, τη βρήκανε ξερή τη γρηάΣτάθαινα. Και δίπλα το ραβδί της. Το ίδιο το πρωί ανοίξαν' ένα λάκκο στην αυλή του ΆηΝικόλα και τη θάψανε. Ο νεκροθάφτης πήρε το τσακισμένο το ραβδί και τόρριξε στην αγκαλιά της.

Δος του πέντε φράγκα, Νικόλα, και πες του, τον ευχαριστούμεν. Μόλις εξήλθεν ο Νικόλας, και παρίσταται εις την θύραν του εστιατορίου άνθρωπός τις του λαού, χυδαίαν έχων την όψιν και τα κνήμας γυμνάς, κοντός δε και στενάς φορών αναξυρίδας μέχρι γονάτων, εφεστρίδα με διπλήν σειράν σφαιροειδών και θυσσανωτών κομβίων, και πέτασσον εκ πιλήματος άμορφον και αποτετριμμένον.

Χώρια οι λύκοι από τα πρόβατα· χώρια και οι στεριανοί από τους ναυτικούς. Άλλη ζωή στον Απάνω, άλλη στον Κάτω Κόσμο. Για τούτο σας λέγω πως αν τον ήξευρα θα του άναβα περισσότερα κεριά από όσα ανάβω στον Άγιο Νικόλα. Επέθανα; δεν σκοτίζομαι για Κόλασες και για Παράδεισους. Πάω γραμμή στο τσαντήρι μου!...

Από αρρώστεια σε αρρώστεια. Γιατρούς και γιατρικά. Αρρώστησε και το κορίτσι μου το Σεραϊνώ, Θεός σχωρέσ' την! Μας έπνιξαν τα έξοδα ενάμισυ χρόνο. Κάποιος μου είπε να σηκώσω από τον Γερο-Τρακοσάρη. Ο καλός ο Τρακοσάρης κάνει ευκολίες. Πήγα κ' εγώ στον Γερο-Τρακοσάρη. «Παιδί μου Νικόλα, να σου κάνω την ευκολία σου, μου είπε, γιατί σε λυπούμαι Για σένα τα κάνω, γιατί είσαι φαμελιάρης. Δεν έχω κ' εγώ.

Τι ήτανε πάλε το κακό που σ' ευρήκε, Νικόλα παιδί μου: Σε καίγετ' η καρδιά μουΜε πήρε στην μπάντα. «Να σου κάνω καμμιά ευκολία, Νικόλα παιδί μου. Από το ψωμί των παιδιών μου να κόψω, να σου δώσω. Άνθρωποι είμαστε. Αν δε βοηθήση ο ένας τον άλλον, αλλοίμονοΕίπα κ' εγώ: ψυχοπονιάρης ο καϋμένος ο γέρος· φιλάργυρος, μα ψυχοπονιάρης! Εκεινού το μάτι του δούλευε.