United States or Saint Helena, Ascension, and Tristan da Cunha ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν πειράζει, κυρά! αφού είσθε η ευγενεία σας, το ίδιο κάνει. Είνε για μια πτωχή οικογένεια . . . ό,τι προαιρείται ο καθείς. Και ο μέλλων κομματάρχης του Κ. Περδίκη ανοίγει διά των δύο του χειρών τας άκρας του μανδηλίου και πλησιάζει δύο βήματα προς την οικοδέσποιναν. — Νικόλα! φωνάζει η κυρία· δόσε πέντε φράγκα του κυρίου . . . — πώς ονομάζεσθε, παρακαλώ; — Κωστής Φυσέκης, κυρά!

Εις τα εκατόν πενήντα μόνον τρελλοί ημπορούν να αγοράζουν ή να φυλάττουν μετοχάς του Λαυρίου. — Έννοια σας, κυρία, διέκοψε δειλώς ο Κυρ Γιάννης, ξεύρει ο αυθέντης τι κάμνει. — Μάλιστα, μάλιστα, απήντησε μετά τινος πείσματος η κυρία· αλλ' ο κύριος Πετραδάκης, και αυτός ξεύρει μου φαίνεται, πολύ καλά τα πράγματα· έλεγε χθες, ότι αι μετοχαί του Λαυρίου θ' αναίβουν εις τα πεντακόσια . . .

Εγώ κατέφερα το τελευταίον τραύμα εις τον παράφορον Βρούτον, ενώ αυτός, ουδεμίαν έχων στρατιωτικήν εμπειρίαν, επολέμει μόνον διά των υπασπιστών αυτού. Και όμως τώρα... αλλά τι με τούτο; ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Απομακρυνθήτε. ΕΡΩΣ. Η βασίλισσα, στρατηγέ, η βασίλισσα. ΕΙΡΑΣ. Πήγαινε και μίλησέ του, κυρία· τάχασε από την εντροπήν του. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Καλά λοιπόν. — Βοηθήσατέ με. — Ω!

Η μεγαλειτέρα, κόρη δέκα έξ χρόνων, ήλθε με την σούσταν του πατρός της ενδυμένη ως τελεία κυρία· με καπέλλο, με φόρεμα της τελευταίας μόδας, ούτε το ριπίδι δεν της έλειπε. Την άλλην την έφερεν ο πατήρ της με το κάρρο του· φορούσε και αυτή τα εορτάσιμα χωρικά της ενδύματα, ωραία ενδύματα κεντημένα όλα με το χέρι της.

Σα να ξεδιπλώνουνται και να κρυφοτρίζουνε φορέματα. Φαίνεται πως στολίζεται η Κυρία· δηλαδή, περνάει τη γλυκύτερή της την ώρα. Κι ώσπου να στολιστή, τι να κάμουμε! Να μπούμε και να την καμαρώσουμε, δεν ταιριάζει. Βγαίνουμε στην Πλατεία, και σεριανίζουμε. Πάντα κάτι θα δούμε. Δε μου φαίνεται να τσακίζη ο κόσμος τα κόκκαλά του εδώ στη δουλειά.

— Α μπα, κυρία· δεν έχω να πάω πουθενά. δεν έχω φίλες· απάντησε αμέσως εκείνη. — Σε καλό σου, κορίτσι μου! είπε με ψυχοπόνια η κυρία. Εσύ πριν έρθης μας ζάλισες με το έξω σου. Και τώρα πώς έγινες έτσι; Μην αρρώστησες; μη σου συμβαίνει τίποτε; — Όχι, κυρία. Μα βλέπεις από τότε άλλαξαν τα πράματα. Ποιόν να ιδώ έξω; τίνος να μιλήσω ; Εδώ κάθουμαι και τα λέω με τον αρρεβωνιαστικό μου.

Καϋμένο σκουλήκι, είσαι άρρωστο· ειδεμή, δεν θα ερχόσουν εδώ τώρα. ΜΙΡ. Δείχνεις κουρασμένος. ΦΕΡΔΙΝ. Όχι, ευγενική μου κυρία· μου φαίνεται ότι αναπνέω το δροσάτο αέρι της αυγής όταν είσαι εσύ κοντά μου, και ας ήταν νύκτα. ΜΙΡ. Μιράντα· ω πατέρα! σε παράκουσα και το είπα! ΦΕΡΔΙΝ. Αξιοθαύμαστη Μιράντα! αλήθεια η κορυφή του θαύματος! που αξίζεις ό,τι ακριβό έχει ο κόσμος!

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Και αυτού του Ηρώδου την κεφαλήν θα λάβω· αλλά τίνι τρόπω, αφού έφυγεν ο Αντώνιος, διά του οποίου ηδυνάμην να το πράξω; Πλησίασε. ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Ερασμία βασίλισσαΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Είδες την Οκταβίαν; ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Ναι, κραταιά Άνασσα. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Πού; ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Εις την Ρώμην, κυρία· παρετήρησα αυτήν κατά πρόσωπον, και την είδα βαδίζουσαν μεταξύ του αδελφού της και του Μάρκου Αντωνίου.

ΒΕΡΑΛΔΟΣ Αι! λοιπόν, ναι, αδελφέ μου, αφού θέλεις να σου μιλήσω ξάστερα. Τη γυναίκα σου εννοώ. Και βρίσκω πειο ανυπόφορη τη στραβοκεφαλιά σου για κείνην, από τη στραβοκεφαλιά σου για την ιατρική. Πέφτεις με κλειστά τα μάτια σε όλες τις παγίδες που σου στήνει. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Α! κύριε! μη μιλείτε καθόλου για την κυρία· είναι γυναίκα, που δεν έχει κανείς τίποτα να πη γι' αυτήν, γυναίκα χωρίς προσποίησες.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Είναι τόσον υψηλή όσον εγώ; ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Όχι, κυρία. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Την ήκουσες να ομιλή; Έχει οξείαν ή χαμηλήν φωνήν; ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Την ήκουσα, κυρία· έχει φωνήν σιγαλήν. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Αυτό δεν είναι καλόν· δεν είναι δυνατόν να την αγαπήση επί πολύ. ΧΑΡΜΙΟΝ. Να την αγαπήση; Ω Ίσις! αδύνατον. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Το πιστεύω, Χάρμιον βραχνή φωνή και ανάστημα νάνου!