United States or American Samoa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ποιος είπε μια στιγμή: πού πάμε; Είδα στα μάτια σου ένα δάκρυ. Και σ' έφερα στο νου, θυμάμαι, ορθή στο λόφο ως είχες μείνει· δεν πέρασα κοντά σου μόνος, και η όψη σου χλομοί ήταν κρίνοι. Δόξα στον πόνο, χαίρε ο πόνος που στη χαρά θα φέρη, ως φέρει βροχή θερμή δροσάτο αέρι.

Καϋμένο σκουλήκι, είσαι άρρωστο· ειδεμή, δεν θα ερχόσουν εδώ τώρα. ΜΙΡ. Δείχνεις κουρασμένος. ΦΕΡΔΙΝ. Όχι, ευγενική μου κυρία· μου φαίνεται ότι αναπνέω το δροσάτο αέρι της αυγής όταν είσαι εσύ κοντά μου, και ας ήταν νύκτα. ΜΙΡ. Μιράντα· ω πατέρα! σε παράκουσα και το είπα! ΦΕΡΔΙΝ. Αξιοθαύμαστη Μιράντα! αλήθεια η κορυφή του θαύματος! που αξίζεις ό,τι ακριβό έχει ο κόσμος!

Μύτη λειανή, περίφανη, χυτή, σαν το κοντύλι Χείλια γλυκά και κόκκινα, σαν ανοιγμένο ρόιδο, Μάγουλα, σαν τριαντάφυλλα, μοσκόβολα, δροσάτα, Στόμα μικρό και νόστιμο, στα γέλοια βουτηγμένο, Άσπρα δοντάκια ξέξασπρα , σαν το μαργαριτάρι, Κατακαθάριο πρόσωπο, σαν την αυγή δροσάτο. Μακρυά μαλλιά μεταξωτά, σ’ ολόμαυρες πλεξίδες, Λαιμό, σαν χήνας κάτασπρο, και χέρια λεφαντένια.

Κι' ένας τους νιος στο γυρισμό τούς βάραε το λαγούτο γλυκά που λες σε λίγωνε, κι' αγάλι τ' αποτρύγια 570 τραγούδαε, κι' όλη η συντροφιά ξοπίσω ροβολούσε, και ξεφωνώντας χόρεβαν μ' ανάλαφρο ποδάρι. Κι' έφτιασε μέσα εκεί βοδιών κοπάδι κουτελάτωναπό καλάι τα διόρθωσε τα βόδια και χρυσάφι — π' απ' την ταγή ίσα τρέχανε με μουγκρητά να πιούνε 575 κοντά σε ρέμα μούρμουρο, δροσάτο καλαμιώνα.

Εκεί είνε δάφνες φουντωτές, κισσός σκοτεινιασμένος και κυπαρίσσια λυγερά, εκεί είνε και ταμπέλι που κάνει γλυκοστάφυλα, εκεί το κρύο νεράκι που μου το στέλνει από ψηλά η δασωμένη η Αίτνα βγαλμένο από τα χιόνια της, γάργαρο και δροσάτο.

Από νεραντζιά δε φούντωσε τέτοιο δροσάτο κλωνάρι. Ως τόσο παιδιά μου, νύχτα σαν ετούτη κι από μέρα πιο λαμπερή δεν την είδαν τα μάτια μου. Ως και το φεγγάρι τη ζούλεψε τη χαρά μας. Στην πατινάδα, παιδιά, να το καταλάβη κι ο ουρανός. Κράλη, να το δης το χωριό μας με τ' ολοφέγγαρο, και να μείνη μες στην ψυχή σου. Κράλης. Να μας ξανακεράση πρώτα η νύφη, κι ό,τι προστάζεις κατόπι.

Ένα πρωί ανοιξιάτικο, που η πλάση αλάκερη πεντοβολούσε απ' τις μυρωδιές, μέσα σ' ένα δροσάτο φως, τα περιβόλια κ' οι ακρογιαλιές δεν είδανε τον Πέτρο και τη Μαρία. Ο Πέτρος ήτανε βαρυά πεσμένος στο στρώμα.

Τ' ήθελες και δεν έκανε του καθενός; Ποιος είχε ράψιμο να του ράψη· ποιος είχε μπάλωμα να τον μπαλώση· ποιος είχε λύπη στην καρδιά να την σηκώση με το δροσάτο γέλοιο της, με τον γλυκόλογό της.