United States or Laos ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μύτη λειανή, περίφανη, χυτή, σαν το κοντύλι Χείλια γλυκά και κόκκινα, σαν ανοιγμένο ρόιδο, Μάγουλα, σαν τριαντάφυλλα, μοσκόβολα, δροσάτα, Στόμα μικρό και νόστιμο, στα γέλοια βουτηγμένο, Άσπρα δοντάκια ξέξασπρα , σαν το μαργαριτάρι, Κατακαθάριο πρόσωπο, σαν την αυγή δροσάτο. Μακρυά μαλλιά μεταξωτά, σ’ ολόμαυρες πλεξίδες, Λαιμό, σαν χήνας κάτασπρο, και χέρια λεφαντένια.

Ψηλά μέσ' από το λίγο άνοιγμα του παραθυριού, κόκκινο φως φάνηκε μια στιγμή κ' έσβυσε γρήγορα, και το φεγγάρι όσο μπορούσε να μπη μέσα, στο μόλις ανοιγμένο παράθυρο, άφινε να χωρίζη εκεί ψηλά από μέσ' απ' τα ξύλα κάτι τι άσπρο, σα σκιά, σα φάντασμα που κινούνταν.

Εξεθύμαινε, ραγισμένο χώνεβε στον κομμένο λαιμό του το τελεφταίο μουγκρητό. Εχουρχούριζε σπαραγμένος ο λάρυγγας. Αφρούς κ' αίματα εχούχλαζε, κάτω από τάπονο μαχαίρι, ταπονώτερο του μακελάρη χέρι. Στρυφτογύρισε τόρα το διάπλατο μαχαίρι στον ανοιγμένο λάρυγγα μ' ορμή. Το αίμα ανάβλυσε πλιότερο. Εσπάραξε το βόιδι για τελεφταία φορά. Αναχάσκισαν τάσπρα του χείλια. Εξεχύθηκαν ποτάμια αφροί κ' αίματα.

«'Στά Γιάννινα, 'ςτό Κουτσελιό » Κόντεψα να ντροπιάσω » Τα όπλα μου, 'ς το Κουτσελιό, »'Σ εκειό το ρημασμένο, » Είδα το μνήμα μου εκεί » Να χάσκη ανοιγμένο » Εκεί τη δόξα κόντεψα » Την τόση μου να χάσω

Και δίπλα πάλι η μάννα του θρηνούσε κι' ανοιγμένο κρατούσε μ' ένα χέρι της τον κόρφο, και με τ' άλλο 80 σηκώνει απάνου το βυζί και κράζει με λαχτάρα «Γιε μου Έχτορα, σεβάσου αφτά, λυπήσου με κι' εμένα, κι' η δόλια αν σούδωκα ποτές πονομαλάχτη κόρφο, θυμήσου το έλα, αγόρι μου, και τον οχτρό σου μέσα έμπα και χτύπα απ' το καστρί, μην τ' αντιστέκεις μόνος, 85 τι αν σε σκοτώσει, ω γόϊ κι' αλί! στο στρώμα στολισμένο δε θα σε κλάψω, αστέρι μου, εγώ η πικρή σου μάννα, μήτε η γυναίκα σου η χρυσή, μόνε ταχιά μακριά μας στα πλοία πέρα των οχτρών θα σε σπαράξουν σκύλοι

Το παράθυρο της παλιάς μου κάμαρας έτσι που βρίσκεται αψηλά, ανοιγμένο πάντα στον αέρα, τόχω πιθυμήσει τόσα χρόνια τώρα, κι όταν θυμάμαι, το πρωτοστερήθηκα, είμουν απαρηγόρητος. ΦΙΝΤΗΣ Τελοσπάντω κάμετε όπως σας λέει ο Σταύρος. Αυτό δε μας πειράζει. Αφού τ' αρέσει εκεί ψηλά, ας είναι κ' έτσι. Μικρή ιδιοτροπία. ΓΙΑΓΙΑ Πάμε λοιπόν, Αννούλα. Δεν ξέρω μονάχα ά θα μπορέσω ν' ανεβώ, αν και το θέλω.

Δεσμώτη, φίλε μου πιστέ, 'δώ μέσα σε κρατάνε; Σίδερα σου βάλαν στα ευγενικά σου χέρια;.. Έξω μιλάνε για το θάνατό σου. Το ξέρεις; Αλιχτάνε από τη χαρά τους οι ειδωλολάτρες ολοένα. . . Δεν θέλω να πεθάνης. . . ωιμένα! δεν θέλω να σου 'δώ κοκκαλωμένο το κορμί ούτε το στόμα ανοιγμένο, το στόμα σου, που μ' έκανε το Φως το Αληθινό να προσκυνώ!

Ο Καίσαρ μάτωσε της εκκλησίας τον κρίνο.. Όμως αυτός δεν θα δειλιάση και ο καθείς μας να του μοιάση πρέπει, γιατί από τη φθορά στην αφθαρσία θε να περάσωμε και θα ντυθούμε την αθανασία. Από τάφον ανοιγμένο λες και βγαίνει η φωνή της, Για δες πως σειέται σαν καλάμι το κορμί της. ΠΡΟΦΗΤΙΣΣΑ. Και τώρα δε θέλω ν' αγνοήτε όπως και οι άλλοι την αλήθεια την μεγάλη.