Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 21 Μαΐου 2025
Αυτός είνε ο λόγος που μ' έκαμε να πάρω την απόφασιν να μη δανείσω ποτέ εις φίλον μου εκατόν δραχμάς, έστω και αν πρόκειται να σωθή με αυτάς η τιμή και η ζωή του. Παρά να τον ίδω αχάριστον, καλλίτερα να τον κλάψω αποθαμμένον, αφού μάλιστα θα μ' εμπόδιζεν η ευαισθησία μου να υπάγω εις την κηδείαν του.
Το πρωί είχα ξεχάσει ολότελα πως είμουνα εγώ, νόμιζα πως έγινα ένα πουλάκι, ένα ωραίο πουλάκι, πως θα πετούσα πάνου στα δέντρα, ύστερα, πάνου στα βουνά, κι από κει στα σύννεφα, πάνου στα σύννεφα — ήρθατε σεις και με κάματε να γίνω πάλι, να! — να γίνω σαν όλους εδώ κάτου, να θυμηθώ πως είμαι κι εγώ άνθρωπος, να κλάψω, ν' αναστενάξω, να πονέσω...
'Σάν σας θυμούμαι, Γιάννινα, αχ πώς, πώς να μη κλάψω; Ακόμα ο Γραμματικός κάθεται ξαπλωμένος· Ακόμα δείχν' η όψι του πούνε συλλογισμένος. Αχ! νάξερα τον πόνο σου, Θανάση μου, τον τόσο, Και να μπορούσα ο δύστυχος να σου τον βαλσαμώσω!
Ποία είναι; Πούθ' έρχεται; Κοντά στον Τριστάνο, η Ιζόλδη με τα Λευκά Χέρια, τρελλή από το κακό που η ίδια είχε κάνει, χτυπιώτανε με μεγάλες φωνές απάνω από το πτώμα. Μπήκε η άλλη Ιζόλδη και της είπε: «Σηκωθήτε, κυρία, κι' αφήστε με να πλησιάσω. Έχω πειο πολλά δικαιώματα να τον κλάψω, πιστεύτε με. Πειο πολύ τον αγάπησα». Γύρισε κατά την ανατολή και παρακάλεσε το Θεό.
Και έτσι ενώ τώρα εγώ φροντίζω μέσ' στο σπίτι για ένα ξένο, που ληστής θα είναι ή κακούργος, εκείνη πάει, χωρίς εγώ να πάω από πίσω, χωρίς να πιάσω μια στιγμή το χέρι και να κλάψω εκείνην που για όλους μας μητέρα, αλήθεια, ήταν. Γιατί από πολλά κακά μας έσωζε, με γλύκα, όταν περνούσε τον θυμό του Αδμήτου. Έχω δίκηο λοιπόν να τον σιχαίνωμαι τον ξένο μας που ήρθε μέσα σε τέτοιες συμφορές;
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Τα δε θεία δεν τα νομίζεις θεία, και δεν σου φαίνεται ότι θα δώσης λόγον; ΜΕΝΕΛΑΟΣ Όταν έλθη ο καιρός, θα τα υποστώ. Αλλά εσέ θα σε φονεύσω. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Βεβαίως όχι• αν θέλη όμως η κόρη μου, θα της το δώσω να το φονεύση. ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Αλλοίμονον! Πώς να σε κλάψω, παιδί μου! ΜΕΝΕΛΑΟΣ Βεβαίως και αυτό δεν ημπορεί να έχη πολλάς ελπίδας.
Και ίστατο σιωπηλή, θεωρούσα ως να είχε κάποιον ενώπιόν της και ηρώτα οδυνηρώς: — Ποιόνε να κλάψω και ποιόνε να μη κλάψω, την Θωμαή, την κόρην μου, ή τον Λαλεμήτρον τον άνδρα της; Ποιόνε να περιμένω, ορφανά μου κλήματα, και ποιόνε να μη περιμένω; Την Θωμαή, την κόρην μου, ή τον Λαλεμήτρον τον άνδρα της; Κ' εκεί που ως λίθινον κατέπινε τον ξηρόν άρτον, αίφνης, ίστατο ακίνητος και ηκροάτο.
Δεν πέρασαν δυο μέρες και μούφεραν στο κάρρο τον άντρα μου. Κι ως που να κλάψω κείνον έκλαψα τα ξανθά μας γεννήματα φωτιά πήρε και τάκαψε! Ψόφος έπεσε στα ζωντανά μας. Ο γιος μου αρρώστησε απ' το κακό και τον συγούρεψα στον χρόνο απάνου. Ένα με τ' άλλο σωριάστηκαν τα κακά στο κεφάλι μου, όπως το χιόνι απάνου στο βουνό. Πάει τ' αρχοντικό, πάνε οι χαρές, πάει το βιο μας!
Και δίπλα πάλι η μάννα του θρηνούσε κι' ανοιγμένο κρατούσε μ' ένα χέρι της τον κόρφο, και με τ' άλλο 80 σηκώνει απάνου το βυζί και κράζει με λαχτάρα «Γιε μου Έχτορα, σεβάσου αφτά, λυπήσου με κι' εμένα, κι' η δόλια αν σούδωκα ποτές πονομαλάχτη κόρφο, θυμήσου το έλα, αγόρι μου, και τον οχτρό σου μέσα έμπα και χτύπα απ' το καστρί, μην τ' αντιστέκεις μόνος, 85 τι αν σε σκοτώσει, ω γόϊ κι' αλί! στο στρώμα στολισμένο δε θα σε κλάψω, αστέρι μου, εγώ η πικρή σου μάννα, μήτε η γυναίκα σου η χρυσή, μόνε ταχιά μακριά μας στα πλοία πέρα των οχτρών θα σε σπαράξουν σκύλοι.»
Πνίξε τον πόνο σου, Αρετούλα, πνίξ' τονα για το χατίρι της μάννας μας. Δέσπω. Σώπα, εσύ, ακριβή μου, κι άφινέ τα εμένα τα μυρολόγια. Μην κλαίτε, παιδιά μου, αν κλαίτε σεις και στενάζετε, η μάννα σας τι να κάμη! Δόστε μου τα μένα τα δάκρια σας, που δε μούμειναν της κακόμοιρης! Δόστε μου τα να κλάψω, και να την πλημμυρίσω αυτή την αυλή που ανάθρεψα τη μονάκριβή μου. Αρετ.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν