United States or Malawi ? Vote for the TOP Country of the Week !


Διότι αγαθά είναι και η οξύτης της οράσεως και της ακοής και η ευαισθησία εις όσα σχετίζονται με τα αισθητήρια, ακόμη δε και το να εκτελή κανείς ως κυρίαρχος ό,τι επιθυμεί και μάλιστα τέλος όλης της ευτυχίας είναι το να γίνη όσον το δυνατόν αθάνατος μόλις αποκτήση όλα αυτά.

Το σπίτι λάμπει, ποτέ δεν έλειψε κουμπί από τα υποκάμισά μου και είμαι πάντοτε βέβαιος να εύρω εις το τραπέζι το φαγί που μ' αρέσει. Εκατάφερε μάλιστα να μαγειρεύη και τον αστακόν με μίαν αμερικάνικη σάλτσα που ημπορεί τώρα να τον τρώγω χωρίς να μου πειράζη το στομάχι. Αυτά είνε βέβαια μεγάλα προτερήματα. Ένα μόνον πράγμα της λείπει, η ευαισθησία.

Κάμε αυτό που γράφω, κι' ο δρόμος είναι ανοικτός της δόξης και του πλούτου. Μάθ' ότι πρέπει ο καθείς να είναι του καιρού του. Ευαισθησία και σπαθί, δεν συμφωνούν διόλου! Αλλά δεν θέλω δισταγμούς· 'πέ ότι θα το κάμης, ή αν δεν θέλης, ζήτησε την τύχην μ' άλλον τρόπον. ΑΞΙΩΜ. Το κάμνω. ΕΔΜ. Πήγαινε λοιπόν, κι' αφού το κάμης, λέγε πως έγινε η τύχη σου. Πλην μην αργοπορήσης!

Αυτός είνε ο λόγος που μ' έκαμε να πάρω την απόφασιν να μη δανείσω ποτέ εις φίλον μου εκατόν δραχμάς, έστω και αν πρόκειται να σωθή με αυτάς η τιμή και η ζωή του. Παρά να τον ίδω αχάριστον, καλλίτερα να τον κλάψω αποθαμμένον, αφού μάλιστα θα μ' εμπόδιζεν η ευαισθησία μου να υπάγω εις την κηδείαν του.

Τα έχει, και δεν τον μέλλει· η μόνη φροντίς του είνε, να μη τα ίδουν οι άλλοι. Ε λοιπόν, εκεί έχει συγκεντρωθή η ευαισθησία του ολόκληρος!. . . Ολίγον ακόμη, Διδάσκαλε, και το πτηνόν διά παντός θα σιγήση. Ολίγον ακόμη, διότι η Ηώς θα προαγγείλη το φως διά τον κόσμον, και το σκότος δι' εμέ. Η νυξ μ' εβοήθησε να είπω πολλά· διότι νύκτας πνευμάτων περιγράφω, και σκότη ψυχών διερευνώ.

Η ευαισθησία μου όμως δεν μου συγχωρεί ούτε καν να συλλογισθώ ότι τρέφονται εις το πλάγι μου δυστυχείς άνθρωποι με νερόζουμο και κοιλιές, ενώ τρώγω εγώ μπαρμπούνια και φιλέτο. Τρανή απόδειξις της υπερβολικής μου ευαισθησίας είνε και ο τρόπος όπου υπανδρεύθην.

Ο Αριστόδημος δεν κινήθηκε από τη θέση του. Είχε μιαν ευαισθησία παράξενη. Όταν άκουε τους σοφούς να θαυμάζουνε τα βιβλία των προγόνων του, γινότανε σαν ζύμη. Κάθε λόγος τους, λες και ήτανε μορφίνη, του σκότιζε το λογικό, του σκλάβωνε τη θέληση. Ήθελε κ' εκείνος να παρακαλέση, ήταν ανυπόμονος ν' ακούση το νέο θησαυρό που ανακάλυψε ο καθηγητής. Μα δεν είχε δύναμη να βγάλη άχνα.