United States or Albania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Β’. ΥΠΗΡΕΤΗΣ. Όταν βλέπη ότι ο ένας αρχίζη να πειράζη τον άλλον, φωνάζει «φθάνει, φθάνει πλέον», τους συμφιλιώνει με τα παρακάλια του, και ύστερα συμφιλιώνει και τον εαυτον του με το πιοτό. Α’. ΥΠΗΡΕΤΗΣ. Ναι, αλλά έτσι το λογικό του πρέπει να του φεύγη πολύ εύκολα. Β’. ΥΠΗΡΕΤΗΣ. Να τι είναι να ανακατώνεται κανείς με μεγάλους.

Ο ΜΟΥΣΙΚΟΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ Δεν πρέπει, κύριε, να σας πειράζη η λέξις μαθητής. Κάτι τέτοιοι μαθηταί ξαίρουν όσο και οι καλύτεροι μαέστροι. Είνε αδύνατον να γίνη πειο χαριτωμένη μελωδία απ' αυτήν. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Περιττόν· εγώ δεν ξέρω μουσική. Ο ΜΟΥΣΙΚΟΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ Θα έπρεπε να μάθετε, κύριε, όπως μαθαίνετε και χορό. Αυτές οι δυο τέχνες είνε στενώτατα συνδεδεμένες.

Αισθάνθηκα κάποιο πόνο, αλλ' η σκέψη μου δε χρονοτρίβησε πολύ στο Βαγγελιό και τις αρρώστειες της. Ωχ! αδερφέ, κι αυτή όλο άρρωστη θάνε; Τι να τον κάνω 'γώ το βήχα και τις κλάψες της; Η αρρώστεια της, πούγινε εμπόδιο στα νέα μου ονειροπολήματα, άρχιζε να μου πειράζη τα νεύρα.

Είχεν αρχίσει να χωρατεύη ολίγον με τον Βαγγέλην, άκακα να τον πειράζη. Μίαν πρωίαν, καθώς έβγαινεν εκείνος με το λαγούτο από την κάμαρη, του ήρπασε με θάρρος το λαγούτο, το ακούμβησεν επί του βραχίονός της, κ' εδοκίμαζε με το πλήκτρον να βγάλη φωνάς.

Κανείς δεν είχε το δικαίωμα να βοηθά τη γυναίκα μου στα συγύρισμα αυτής της κάμαρας, κανείς δεν είχε το δικαίωμα να πειράζη τίποτε κει μέσα. Όλα έπρεπε να τα κάνη μόνη. Κρέμασε λευκές κουρτίνες στο μικρό παράθυρο και στο άδειο του παράθυρου πίσω από τις κουρτίνες έβαλε ένα τραπέζι.

Ο Ούλοφ γελούσε εννοείται με το μικρό αδερφό και προσπαθούσε να τον πείση πως ένας αληθινός άντρας δε σκοτίζεται πολύ με τα κορίτσια. Κι ο Σβάντε, που στο σημείο αυτό είχε λιγότερο καθαρή τη συνείδηση, ήθελε να πειράζη το μικρό αδερφό λέγοντάς του πως είναι μικρός ακόμα. Ο Σβεν στενοχωρεμένος έτρεχε στη μαμά.

Είντα με γνοιάζει μένα; Ας πάρη όποια θέλει, με γεια του με χαρά του, μα τη θυγατέρα μου να μην τήνε πειράζη. — Δε θα τηνε ξαναπειράξη. Και μένα δε μ' αρέσουνε αυτές η κουζουλάδες και θα του μαζόξω τα χαλινάρια. — Καλά θα κάμης, γιατί δε θα του βγη σε καλό. Την εσπέραν ο Σαϊτονικολής μετέβη εις το σπίτι του με την απόφασιν να επιπλήξη πολύ αυστηρώς τον Μανώλην.

Βλέπω πως με ακολουθείτε, όπως το συνειθίζουν μερικές γυναίκες, απ' τις οποίες σας πίστευα πιο περήφανη . . . Δε ήρθα να μείνω, ούτε να σας ενοχλήσω πια. Ήρθα να σας δώσω για τελευταία φορά το χέρι μου, στην παραμονή ενός μεγάλου ταξιδιού μου. Αν σας πειράζη κι' αυτό, με συγχωρείτε για την ενόχληση που σας έδωκα. Χαίρετε. ΦΛΕΡΗΣΔεν είπα αυτό, δε σας διώχνω. Είπα πως κάματε...

Και λοιπόν, με είπε, σφίγγουσα την αδρανή και ψυχράν μου χείρα, και λοιπόν, σύμφωνοι. Θα είσαι προ ημών εις Παρισίους, και θα έλθης εις το ξενοδοχείον μας. Τι κρίμα να σε πειράζη τόσον η θάλασσα! Θα εκάμναμεν όλον το ταξείδι μαζί. Τι κακή θάλασσα, ε; τι κακή και τρελλή και ανόητη να κάμνη τόσην τρικυμίαν! Αλλά σιωπή! Ας μη την κακολογούμεν, διά να την έχωμεν ευνοϊκήν διά το μεγάλο το ταξείδι.

Μα η Χλόη σαν κόρη, ήτανε τόσο αθώα, ώστε βγαίνοντας από τη σπηλιά ήθελε να του πάρη και δεύτερο όρκο, λέγοντάς του: — Ω Δάφνη! ο Πάνας είναι θεός, που του αρέσει ο έρωτας κι άπιστος· αγάπησε την Πίτη μα αγάπησε και τη Σήριγγα· και δεν παύει ποτέ να πειράζη τις Δρυάδες και να ενοχλή τις Επιμηλίδες νύμφες.