United States or Iraq ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΙΟΥΛΙΕΤΑ Εδώ πώς ήλθες; λέγε μου· και διατί να έλθης; Ο τοίχος είναι υψηλός και δύσκολα πηδάται, και δι’ εσένα θάνατος αυτός ο κήπος είναι, αν σ' εύρη έξαφνα εδώ κανένας συγγενής μου. ΡΩΜΑΙΟΣ Με τα πτερά του Έρωτος επήδησα τον τοίχον. Με λίθινα εμπόδια δεν κλείεται ο Έρως, κι ό,τι του είναι δυνατόν τολμά και να το κάμη· κι ούτε μου ήλθεν εις τον νουν των συγγενών σου φόβος.

ΑΜΛΕΤΟΣ Χαίρομαι δι' αυτό· ένα κατεργαρόλογοαυτί μωρού κοιμάται. ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ Κύριέ μου, πρέπει να μας ειπής πού είναι το σώμα, και να έλθης μαζί μας εις τον Βασιλέα. ΑΜΛΕΤΟΣ Το σώμα είναι με τον Βασιλέα, αλλά ο Βασιλέας δεν είναι με το σώμα· ο Βασιλέας είναι ένα πράγμα ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ «Ένα πράγμα», Κύριέ μου; ΑΜΛΕΤΟΣ Τιποτένιο· οδηγήσετέ με εις αυτόν. Κρύψου , αλωπού, και όλοι κατόπι σου.

Αφότου έφυγες, νύκτα και ημέραν σε ζητώ. Έμαθα πού ευρίσκεσαι. Όσον υψηλοί και αν είνε οι τοίχοι, θα τους υπερβώ, όσον στερεοί και αν είνε οι μοχλοί θα τους παραβιάσω. Θα έλθω να σ' εύρω, αδελφή μου· αισθάνομαι την δύναμιν ότι θα το κατορθώσω. Θα σ' εύρω, και θα έλθης μαζή μου, και θα ζήσωμεν μαζή εις μίαν άκρην της γης. Μακράν οι γονείς και οι αδελφοί, μακράν οι εχθροί και οι φίλοι.

Εκείνος μου παρήγγειλε να τον σκεπάσω διά να μη τον ιδής. — Καλά, είπεν ο ιερεύς σοβαρώς. Μη έλθης μέσα, εάν δεν σε κράξω. Και εισήλθεν εντός της καλύβης. Ο Γεροθανάσης εκάθισεν επί της πέτρας παρά την είσοδον και επερίμενεν. Έμεινεν επί ώραν πολλήν καθήμενος εκεί. Ηπόρει πώς ο ιερεύς ούτε φαίνεται ούτε ακούεται.

Μήτοι, αγαπητέ, σε απέστειλεν ο Πύθιος Απόλλων προς εμέ ως τον άριστον των ρητόρων, όπως, ότε ο Χαιρεφών ηρώτησεν αυτόν, απήντησε ποίος ήτο ο σοφώτατος τον χρόνων εκείνων; Εάν δεν συνέβη τούτο, αλλ' υπό της φήμης ωδηγήθης να έλθης, ακούων τους πάντας να ομιλούν μετά μεγάλου θαυμασμού δι' ημάς, να μας υμνούν, να καταπλήσσωνται και να πτήσσουν ενώπιον μας, δεν θα βραδύνης να εννοήσης προς ποίον δαιμόνιον άνδρα έρχεσαι.

Αν δεν έλθης, δεν βάζουν στέφανα, είπεν η Αφέντρα. Εσύ είσαι δεύτερος πατέρας για μας, θα σου φιλήσωμε το χέρι κ' εγώ κι' ο Γρηγόρης . . . ως τόσο, δε δίνεις μόνος σου κειναδά τα λεπτά; . . . . χίλιες δραχμές του έχουνε τάξει ακόμα . . . Δεν τα δίνεις με το χεράκι σου; αποκάτ' απ' το προσκέφαλό σου τάχεις;

Ο Οφφκιάλος εις τέτοιαν ομιλίαν κυττάζοντάς τον με έκστασιν του είπε· Βασιλόπουλον, ηξεύρεις εσύ πως εδώ έρχεσαι να ζητήσης τον θάνατον; εσύ ήθελες κάμει καλύτερα να σταθής εις τον τόπον σου, παρά που αποφάσισες να έλθης να χάσης την ζωήν σου.

Είνε μακρυά, παιδί μου, απ' εδώ η πόλις και η Σπίθα, αφ' ότου απέκτησε το γαϊδουράκι της, έγινε ζώον πεισματάρικο· επειδή δεν με βλέπει πλέον εμένα έξω, δεν εννοεί να υπακούση εις κανένα. Πριν έλθης, είχα στείλει με αυτήν ένα χωριατόπαιδο να μου φέρη τον γιατρό, αλλά το έρριψετον δρόμον κ' εγύρισε πίσω με κλάματα.

Περιμένεις εδώ, να υπάγω αντικρύ να αγοράσω ψωμί; — Περιμένω, είπεν η Αϊμά. Εις τον Πρωτόγυφτον επήλθεν η ιδέα ότι η Αϊμά ηδύνατο ευκόλως να φύγη, αν την άφηνε μόνην. Μεταμεληθείς λοιπόν είπε·Ειμπορεί να φοβήσαι να σ' αφήσω μοναχήν. Καλλίτερα να έλθης μαζή μου. Αυτοί οι χωριάταις δεν μας γνωρίζουν. Πάμε μαζή; — Πάμε, είπε μετ' αδιαφορίας η Αϊμά.

Λέγει του έπειτα ο βασιλεύς· ιδού λοιπόν τώρα το βασίλειόν σου και η πόλις σου ευρίσκονται ήσυχα και ατάραχα· θέλεις βασιλεύσει εις το εξής αναπαυμένος εις όλας σου τας ευτυχίας· και αν μεν ευχαριστήσαι να έλθης εις την ιδικήν μου πολιτείαν, όπου είσαι τόσον πλησίον, εγώ θέλω σε δεχθή ωσάν ίδιον μου υιόν με όλας τας περιποιήσεις και τιμάς, ωσάν να ήσουν εις την ιδίαν σου πολιτείαν.