United States or New Zealand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σ' εζήτησα και χθες διά να σε προσκαλέσω, αλλ' εστάθη αδύνατον να σε ιδώ. Αλλά πώς δεν μας φέρεις και τον Σωκράτη; Τότε εγώ στραφείς, εξηκολούθησεν ο Αριστόδημος, είδα ότι ο Σωκράτης δεν με είχεν ακολουθήσει. Είπα λοιπόν ότι ηρχόμην μαζή με τον Σωκράτη ο οποίος και μ' επροσκάλεσεν εις το δείπνον. — Έκαμες πολύ καλά να έλθης, είπεν ο Αγάθων· αλλά πού είναι ο Σωκράτης;

Σε προσκαλώ δε να έλθης, ίνα ίδης την αδελφήν μου· θα σε οδηγήσω προς αυτήν κατ' ευθείαν. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ελθέ, Λέπιδε, μη μας στερήσης της παρουσίας σου. ΛΕΠΙΔΟΣ. Ουδέ ασθένεια θα με ημπόδιζε, γενναίε Αντώνιε. ΜΑΙΚΗΝΑΣ. Καλώς ήλθες εξ Αιγύπτου, φίλε. ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Ο λαμπρός Μαικήνας, το ήμισυ της καρδίας του Καίσαρος! Ο αξιότιμος φίλος Αγρίππας! ΑΓΡΙΠΠΑΣ. Φίλε Αινόβαρβε!

Ευχαριστήσου το λοιπόν να έλθης μαζί μου εις το παλάτι της βασίλισσας, και δεν αμφιβάλλω πως εκείνη η βασίλισσα να μη μείνη εκστατική εις το να ιδή την ωραιότητά σου, και να μη σου προσφέρη τες τιμές που σου πρέπουν, επειδή και δεν είναι άνθρωπος εις το παλάτι της, που να έχη την ωραιότητά σου, και τες νοστιμάδες σου.

Αλλ' εσκέπτετο πάλιν ότι ενδέχεται να βραδύνη ένεκα των κωλυμάτων, άτινα ήθελεν απαντήσει, και τότε εσχεδίαζε την επιστολήν, ην ήθελε γράψει προς αυτόν, αν εγίνωσκε την γραφήν, εις απάντησιν της επιστολής του Μάχτου, ην η Αϊμά δεν ηδυνήθη ν' αναγνώση. Απεκοιμήθη δε συντάττουσα καθ' εαυτήν απάντησιν τοιαύτην «Αδελφέ Μάχτο. Η επιστολή σου μοι επροξένησε πολλήν χαράν, διότι μοι λέγεις ότι θα έλθης.

Πότε θα έλθης συ προς ον ηυδόκησε; Όλα τα έθνη θα πέσουν να σε προσκυνήσουν, και το κράτος σου θα είνε αιώνιον Υιέ του Δαυίδ». Ο Τετράρχης ερρίφθη προς τα οπίσω διότι η ύπαρξις του υιού του Δαυίδ ως φόβητρον τον ηπείλει. Ο Ιωάννης τον εχλεύαζε διά το βασιλικόν του αξίωμα.

Αυτή μ' ευχαριστούσε, διότι μου έλεγε πράγματα, τα οποία μοι εφαίνοντο ως να τα είχα υποφέρει άλλοτε. Τώρα μου την επήραν αυτήν, και έρχεται μία άλλη, ήτις δεν μ' ευχαριστεί καθόλου, διότι εκείνα οπού μοι λέγει δεν τα εννοώ, και μοι φαίνεται ότι και αν τα εννοούσα, θα ήτον ακόμη χειρότερα. Το μόνον οπού με παρηγορεί, είνε η ελπίς ότι θα έλθης να μ' ελευθερώσης.

Θα ελάμβανε πρόσκλησιν άλλου είδους, να εκκινήση εις δρόμον πολύ μακρότερον, διά ταξείδιον από το οποίον δεν επιστρέφουν ποτέ· ιδού λοιπόν, είσαι ηναγκασμένος να έλθης εις Άντιον. — Είμαι ηναγκασμένος να υπάγω εις Άντιον . . . Βλέπεις εις ποίους καιρούς ζώμεν . . . είμεθα αγενείς δούλοι! — Αργά το ενόησες, Βινίκιε.

Ο Απόστολος με προέτρεψε να έχω πίστιν, και μου υποσχέθη να δεηθή διά σε. Ο Χριστός όστις τον ηγάπησε, δεν θα του αρνηθή τίποτε . . . . Όχι, Λίγεια! Ο Χριστός θα με ελεήση . . . . Δεν θα αποθάνης . . . — Μάρκε! — Λέγε, αγαπητή μου. — Δεν πρέπει να με κλαύσης. Ενθυμού, ότι θα έλθης πλησίον μου, εκεί επάνω. Η ζωή μου δεν θα είνε μακρά, αλλ' ο Θεός θα μου χαρίση την ψυχήν σου.

ΛΗΡ Μου τον έπνιξαν και τον πτωχόν τρελλόν μου... Όχι· δεν είναι ζωντανή! — Ω! Πώς ζωήν να έχη το άλογον, ο ποντικός, και όμως να μην έχης αναπνοήν εσύ; Εσύ οπίσω δεν θα έλθης ποτέ, ποτέ, ποτέ, ποτέ, ποτέ... 'Ξεκούμπωσέ με, παρακαλώ... Ευχαριστώ... Αυτό εδώ το βλέπεις; Ιδέ! Τα χείλη της ιδέ... Κύτταξ' εδώ... Ιδέ την... ΕΔΓΑΡ Λιγοθυμά! Αυθέντα μου! Αυθέντα!

Βλέπω καλώτατα του είπεν εκείνη, ότι είσαι με την ίδιαν γνώμην, και καταλαμβάνω την αγάπην που εις εμέ έχεις, και διά τούτο με όλην μου την καρδιάν αποφασίζω διά να σε ευχαριστήσω· σε καρτερώ το λοιπόν απόψε να έλθης εις το σπήτι μου· θέλεις κτυπήσει την θύραν και μία πιστή σκλάβα μου θέλει έλθει διά να σου ανοίξη, και θέλομεν απεράσει ετούτην την νύκτα καθώς επιθυμείς και ενθυμήσου να φέρης και τα φλωριά μαζί σου.