Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 9 Μαΐου 2025
Αυτή μ' ευχαριστούσε, διότι μου έλεγε πράγματα, τα οποία μοι εφαίνοντο ως να τα είχα υποφέρει άλλοτε. Τώρα μου την επήραν αυτήν, και έρχεται μία άλλη, ήτις δεν μ' ευχαριστεί καθόλου, διότι εκείνα οπού μοι λέγει δεν τα εννοώ, και μοι φαίνεται ότι και αν τα εννοούσα, θα ήτον ακόμη χειρότερα. Το μόνον οπού με παρηγορεί, είνε η ελπίς ότι θα έλθης να μ' ελευθερώσης.
— Ξεύρεις, μάστορη, οπού μου έρχεται μία ιδέα; είπεν ο ξένος αλλάξας τόνον. — Τι πράγμα; Όταν δύο είνε ομοιοπαθείς, καθώς ελέγαμεν, δεν παρηγορούνται ευκόλως; — Δεν ειξεύρω τι θέλεις να πης, εμορμύρισεν ο Γύφτος. — Λέγω, όταν δύο άνθρωποι έχουν ένα κοινόν πάθος, μίαν θλίψιν, ήτις να είνε και εις τους δύο ομοία, τότε με την συναναστροφήν ο ένας παρηγορεί τον άλλον. — Ε, ύστερα;
— Ας γίνη ό,τι θέλη· αλλ' ένα πράγμα με παρηγορεί: βλέπω, πως ξαναβρίσκει κανείς συχνά πρόσωπα που δεν έλπιζε ποτές να τα συναντήση. Είναι πολύ πιθανό, αφού ξαναβρήκα το κόκκινό μου πρόβατο και την Πακέττα, να ξανασυναντήσω επίσης την Κυνεγόνδη. — Εύχομαι, είπε ο Μαρτίνος, να σας δώση μιαν ημέρα την ευτυχία· αλλά γι' αυτό αμφιβάλλω πολύ. — Είστε πολύ σκληρός, είπε ο Αγαθούλης.
Διά του θανάτου ο ελεήμων Θεός πολλάκις παρηγορεί τους δυστυχούντας, πολλάκις δε και από μελλούσας δυστυχίας απαλλάττει τα αγαπητά πλάσματά του.
«Ω φίλε ξένε, ό,τι θα ειπώ θα κατακρίνης τάχα; για τούτ' αυτοί φροντίζουσι, κιθάρα, και τραγούδι, ήσυχ', αφού το ξένο βιο απλέρωτ' αυτοί τρώγουν, 160 ανδρός 'που τ' άσπρα κόκκαλα τώρα η βροχή σαπίζει 'ς την γη ριμμένα, ή τα κυλά 'ς την θάλασσα το κύμα• αν 'ς την Ιθάκην έβλεπαν εκείνον να επανέλθη, θα εύχονταν ελαφρότεροι 'ς τα πόδια να 'ναι όλοι, κάλλιο παρά πλουσιώτεροι 'ς ένδυμα και χρυσάφι. 165 κ' έτσι εκακοθανάτισεν εκείνος, ουδέ πλέον παρηγορεί μας αν κανείς θνητός ειπή πως θα 'λθη• κ' εκείνου της επιστροφής εχάθηκεν η 'μέρα. αλλά μ' αλήθεια λέγε μου, ποιος είσαι των ανθρώπων και πόθεν; και πού η πόλι σου υπάρχει κ' οι γονείς σου; 170 με ποιό καράβι εδώ 'φθασες, με ποιόν τρόπον οι ναύταις εις την Ιθάκη σ' έφεραν; και ποιοί καυχόνταν που 'ναι; ότι εδώ πέρα συ πεζός δεν έφθασες, πιστεύω. και πάλιν τούτο λέγε μου μ' αλήθεια, να το μάθω, αν τώρα εδώ πρωτέρχεσαι, ή ξένος πατρικός μου 175 είσ', επειδ' ήλθαν άνθρωποι πολλοί 'ς το σπίτι τούτο άλλοι, επειδή κοινωνικός ανθρώπων και αυτόν ήταν».
Σύρω μετ' εμού την ανάμνησιν βίου, από πικρίας γεμάτου, περιπλανήσεως ποικιλομένης από πτώσεις. Πληγάς φέρω από χείρας ανθρώπων εις το σώμα, και πληγάς από γλώσσας ανθρώπων εις την ψυχήν. Δεν παρηγορεί πλέον εμέ, ούτε ο ήλιος, ούτε η ημέρα· διότι ημέρα διά τον τυφλόν δεν υπάρχει. Επείγομαι να κοιμηθώ, και να κλείσω εκ νέου οφθαλμούς κεκλεισμένους και ανοιχθέντας ψευδώς.
Εκείνο που με παρηγορεί, ω ωραία βασιλοπούλα, ακολούθησα γυρίζοντας προς την Μάλκαν, είναι εις το να ημπορέσω να σου είμαι εις ωφέλειαν· ετούτο το χρέος το γνωρίζω από το δακτυλίδι μου, διά το οποίον επιθυμώ οπόταν θέλεις διά να σε ξαναεπιστρέψω προς τον βασιλέα πατέρα σου.
Λέγει μ ο υ σ ι κ ή μ ε ή χ ο ν α ρ γ υ ρ ό ν, διότι δεν σας φέγγει τίποτε χρυσόν εσάς. Τότ’ η μουσική με ήχον αργυρόν μας παρηγορεί και μας βαλσαμώνει. Α’ ΜΟΥΣΙΚΟΣ Τι παληάνθρωπος είναι αυτός; Β’ ΜΟΥΣΙΚΟΣ Να 'πάγη να χαθή! Έλα, πηγαίνωμεν μέσα. Ν' ακο- λουθήσωμεν το λείψανον, κ' έπειτα τρώγομεν εδώ. Οδός εις Μάντουαν.
Έξω από το λιμάνι στην ανοιχτή θάλασσα, ολόασπρη και φωτεινή πέρα, κάτω από της ακτίνες του ήλιου, ώρμησε το καράβι. Στο Κάρχαιξ, ο Τριστάνος λυώνει από το κακό του. Περιμένει με πόθο τον ερχομό της Ιζόλδης. Τίποτε δε τον παρηγορεί πεια, κι' αν ζη ακόμη, είναι γιατί περιμένει. Κάθε μέρα έστελνε στην παραλία να κυττάξουν μήπως έρχεται το καράβι, και τι χρώμα έχει το πανί του.
Εν τούτοις, ένεκα του μεγέθους του επικρεμαμένου ακόμη κινδύνου, πάντα ταύτα εφαίνοντο είς αυτούς ανεκτά. Βλέπων δε ο Νικίας το στράτευμα ευρισκόμενον εις αθυμίαν και έχον μεγάλην μεταβολήν φρονήματος διέτρεξε τας τάξεις, ενεθάρρυνεν αυτό όσον επέτρεπαν αι περιστάσεις, και το παρηγόρει.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν