United States or Vatican City ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η γιαγιά μου όμως λέει ότι μπορεί να είναι από τον κυρ Τζατσίντο, τον ανιψιό που έχουν οι κυράδες σας». Ναι, ο Έφις το ένοιωθε• έτσι πρέπει να ήταν. Έξυνε ωστόσο σκεφτικός το μάγουλο, με χαμηλωμένο το κεφάλι, και έλπιζε αλλά και φοβόταν μήπως κάνει λάθος.

Το να φύγη μακρυά από τον Αριστόδημο του φαινόταν σωτηρία. Όχι πως δεν τον λύπησε η καταστροφή που έκαμε ο αδερφός του στο χτήμα. Την επρόβλεπε όμως και παρακαλούσε νάρθη μια ώρ' αρχήτερα. Όσο γρηγορώτερα η καταστροφή, τόσο γρηγορώτερα έλπιζε και την ανόρθωση. Τη νέα ζωή της γενιάς του τη χώριζε σε δυο εποχές κ' έλεγε να φύγη η πρώτη για νάρθη η δεύτερη.

Σωστό δεν θα ’τανε να πη κανένας τουτο: απ’ άγρια πως εγείνανε στον άνδρα τύχην τα δεινά τούτα; Ας είν’ ποτέ, ποτέ μου! ω αγνοί θεοί και σεβαστοί τη μέρα εκείνη να μην ιδώ. Καλύτερα από κάθε μάτι ν’ αφανισθώ παρά ποτέ να ιδώ πως είμαι κηλιδωμένος από μέγα τέτοιον αίσχος. ΧΟΡΟΣ Τα λόγια αυτά,βασιλιά, πολύ τρομάζουν, μα έλπιζε ως που ν’ ακούσης τι θα πη κι ο σκλάβος.

Αυτά 'πεν όμως την χορδήν εκείνος να τανύση έλπιζε και το σίδερο με βέλος να περάση, κ' έμελλε πρώτος να αισθανθή το βέλος απ' το χέρι τον Οδυσσέα του λαμπρού, 'που κείνος είχε υβρίσειτο δώμ' αυτού καθήμενος, κ' οι φίλοι τον κατόπι. 100

Και θα την ανοίξω διά να σ' ελευθερώσω, είπεν η Βεάτη. — Ω, Θεέ μου! είπε μετ' ελπίδος η άγνωστος. — Δύο ή τρεις ημέρας υπομονήν. — Αλλ' ειξεύρω αν θα μείνω εδώ; — Πώς; Θα σε μεταφέρουν αλλού; — Δεν ειξεύρω τίποτε. — Αν σ' εβγάλουν ή ημέραν ή νύκτα, εγώ θα τρέξω κατόπιν. — Ω, ευχαριστώ, είπεν η άγνωστος. — Μη σε μέλη, είπεν η Βεάτη. Έλπιζε. — Ελπίζω.

Κ' έτσι έλπιζε πάντα, άμα που θαρθή το καλοκαίρι ναλλάξουν τα πράματα. Κι όταν ο Νίκος την κύτταζε βαθιά με τα μεγάλα του τα μάτια σαν άνθη που ρωτούσανε, νόμιζε πως γι' αυτό τηνέ ρωτούσαν και χαμήλωνε τα δικά της και χλώμιαινε ακόμα περισσότερο από τη ντροπή της που δεν ήτον ακόμα γερή σαν πρώτα.

Πέλαγο φως περεχύθηκε στη γέρικη όψη του, καθώς από τα σύννεφα ξαφνική αντηλιά σε βασίλεμα χειμωνιάτικο. Ως τα φυλλοκάρδια του πέρασε ο αγαπημένος του ο σκοπός, που γι' αυτόν έλπιζε, γι' αυτόνα δούλευε και χαίρουνταν όλη του τη ζωή. Παρατήρησε ο κόσμος την ταραχή της ψυχής του, και μήτε να τα κρύψουν πια δεν μπορούσαν τα δάκρια τους. Έκαμε να καθίση ο γέρος· δεν μπορούσε πια να σταθή.

Όχι, Ελπίδα, με συμπαθάς· δε θέλω να ειπώ αυτό. Μα για συλλογίσου στην ηλικία της να πάθη τέτοιο κακό; Ξέρεις ο Αριστόδημος το ρήμαξε όλο το μετόχι· δεν άφηκε κούρβουλο. — Δεν το ξέρω, μα το περίμενα. Ο δρόμος που πήρε έδειχνε πού θάφτανε. — Έχεις δίκιο· κ' εγώ τόξερα. Μα βλέπεις, η γριά πάντα κάτι έλπιζε. Ε, ας πάη να κουρεύεται! είπε άξαφνα θέλοντας ν' αλλάξουν κουβέντα.

Κι απάνω απάνω στου Κολοσσού την κορφή μεγάλη κατάλευκη Εκκλησιά, κι απάνω στην Εκκλησιά το Καμπαναριό, κάτασπρο κι αυτό, λαφρόστεκο και χαριτωμένο. Τάκουσε αυτά πολλές φορές ο Παυλής και τα πρόσμενε· μα τόση δα πάλι ομορφιά δεν την έλπιζε.

Ποιος πάλε, δόλιε μου, θεός μ' εσέν' είχε συμβούλιο Πάντα σ' αρέζει χωριστά να είσ' απότ' εμένα, Κρυφά να συλλογίζεσαι, και να αποφασίζης. Ποτέ σου δεν υπόφερες, να με ειπής κ' εμένα, Κανέναν λόγον πρόθυμα, οπούτον νουν σου έχεις. Ύστερα είπε των θεών κι' ανθρώπων ο πατέρας· Ήρα, όλους τους λόγους μου μη έλπιζε να μάθης· Αυτό σε είναι δύσκολον, κι' αν είσαι σύζυγός μου.