United States or Panama ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το βρήκα όλως διόλου φυσικό πως δεν μπορούσα να την κρατήσω στη ζωή εγώ μόνος. Έσκυψα τα κεφάλι κ' έκλαψα, έκλαψα πρώτη φορά για με τον ίδιον και για τη ζωή μου. Και δεν περίμενα τίποτες, δεν πίστευα τίποτες άλλο παρά πως θα περνούσαν τώρα ήσυχες κι ανίλεες οι μέρες ως τη στιγμή που έμελλε ναρθή. Και τέλος ο θάνατος θα ξέσκιζε όλα, για όσα έζησα.

Το δωμάτιο ήταν σχεδόν σκοτεινό, αλλά θυμάμαι ότι, μόλις κάποια πόρτα άνοιγε, το κόκκινο πάτωμα γυάλιζε σαν να το είχαν πλύνει με αίμα. Περίμενα ώρα πολλή. Επιτέλους ο λιμενάρχης επέστρεψε. Ήταν με τη σύζυγό του, σωματώδη όπως εκείνος, καλόκαρδη όπως εκείνος. Έμοιαζαν με δυο τεράστια μωρά∙ γελούσαν δυνατά. Η κυρία άνοιξε τις πόρτες για να με δει καλύτερα. Εγώ έβηχα και χασμουριόμουν.

Τότε στην ευτυχισμένη μου άγνοια εποθούσα τον άγνωστο κόσμο, όπου περίμενα για την καρδιά μου τόση τροφή, τόσην απόλαυση, για να γεμίσω και να ευχαριστήσω το ορμητικό και από πόθους κινούμενο στήθος μου και τώρα ξαναγυρίζω από τον απέραντον κόσμον — ω φίλε μου, με πόσες διαψευσμένες ελπίδες, με πόσα καταστραφέντα σχέδια!

Έπειτα ήρθανε τα πράματα εκεί όπου είταν πριν. Το πρόβλημα όμως που με βασάνιζε: «Τι να είναι, τι να έχηέμεινε χωρίς απάντηση. Ωστόσο είμουνα ησυχότερος, αιστανόμουνα μετάνοια για τους στοχασμούς μου και περίμενα κιόλας κάποια λύση. Έπειτα από δυο μέρες βρήκα απάνω στο τραπέζι μου το ακόλουθο γράμμα.

Και το πιάνο δεν είτανε πια κλειστό. Άνοιξε ένα βράδι, που λίγο το περίμενα. Δίχως να προδώση το σκοπό της ούτε μ' ένα λόγο, ήρθε η Έλσα κάτω στη σάλα και κάθησε στο πιάνο. Με κοίταξε καθώς πέρασε μπροστά μου κ' ένοιωσα πόσο είταν ευτυχισμένη, που μπορούσε νακολουθή τους πόθους της.

Παράγγειλα να μου φέρουν ένα αμάξι και την ίδια στιγμή που έκανα αυτό σκέφτηκα πως έπρεπε να φάω. «Ο Σβεν πέθανε», συλλογίστηκα. «Δε θα τονέ βρω ζωντανό, άμα φτάσω σπίτι. Άμα όμως φτάσω δεν πρέπει να είμαι νηστικός και κουρασμένος. Πρέπει να είμαι σε θέση ναγρυπνήσω και να παρηγορήσω τη γυναίκα μουΌλα αυτά περάσανε στο νου μου εκεί που καθόμουνα και περίμενα το αμάξι.

Εγώ μπορεί να έχω σφάλει, αλλά είμαι νέος και μπορώ να διδαχτώ από αυτό. Γιατί έρχεσαι να με βασανίσεις; Το ήξερα πως θα’ ρθεις και σε περίμενα. Εσύ, εσύ τουλάχιστον πρέπει να καταλάβεις και να μη με καταδικάζεις. Κατάλαβες; Δεν απαντάς τώρα; Α, τρέμεις τώρα, φονιά; Φύγε, γιατί ντρέπομαι που σε άγγιξαΤον έσπρωξε βίαια και ξεκίνησε να φύγει.

Στριφογύρισε λίγο σαν σβούρα με το χέρι στο σβέρκο και έπεσε μακριά από το μέρος όπου μου είχε επιτεθεί…. Πίστεψα πως το έκανε επίτηδες…. Περίμενα…. περίμενα… να σηκωθεί…. Έπειτα μ’ έλουσε κρύος ιδρώτας….. αλλά δεν μπορούσα να το κουνήσω από τη θέση μου…. Νόμιζα πάντα πως το έκανε στα ψέματα….. Και κοίταζα… κοίταζα… Έτσι πέρασε πολλή ώρα.

Κάποτε και γω.,, Μια φορά.,, Και τα αυτοκίνητα; τι κάνουνε τ' αυτοκίνητα, γεμίζουνε ακόμα τους δρόμους με βενζίνα; Δεν το ξεχάσανε το καθημερινό τους μάθημα; — Ποιο μάθημα; — Καλά, καλά.,, Μήπως έχεις κανένα δείγμα από τη στεριά; Ο γραφέας σήκωσε το πόδι του. Να το παπούτσι μου. Είναι ακόμη μπόλικη σκόνη. — Δεν την περίμενα την εξυπνάδα αυτήν από σένα.,, Τώρα έφερες απόξω καμιάν εφημερίδα;

Όλα τα περίμενα απ' τον κόσμο και τίποτε δε με ξάφνιζε. Μα είνε και μερικά πράμματα που δεν τα περιμένεις. Κοντοστάθηκε μια στιγμή, γέμισε το τσιμπούκι του και ξανάρχισε: — Καλωσύνες! Καλωσύνες! Ανάθεμα την καλωσύνη. Με τα γεράματα παραξένεψα κι' όλα. Η καλωσύνη μου καθότανε σα βραχνάς στα στήθια. Νύχτες ολάκερες δεν μπορούσα να κοιμηθώ.