United States or Hungary ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τι κόσμος ακατάστατος, ανούσιος, μωρός! ως πότε ο αθάνατος με τους θνητούς θα παίζη; αλλά ενώ φιλοσοφώ για όλα σοβαρός, φωνάζει η κυρία μου: «Ορίστε 'στο τραπέζιΛοιπόν και πάλι την κοιλιά ανάγκη να γεμίσω; Ω! βάστα με, γυναίκα μου, να μην αυτοκτονήσω. θα φάγω πάλι, θα μασσώ, θα ξεροκαταπίνω . . . Ούτε μια 'μέρα νηστικός να μη 'μπορώ να μείνω; Τι σιχαμένα φαγητά!

Τότε η θεά τ' απάντησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• 80 «Κρονίδη, ω πατέρα μας, πρώτε των βασιλέων, και αν των μακάρων των θεών αρέσει τώρα τούτο, Οδυσσηάς ο πολύγνωμος να 'λθητα γονικά του, τον μηνυτήν ας στείλουμεν Ερμή τον αργοφόνο, 'ς της Ωγυγίας το νησί, ευθύς να ειπή της νύμφης 85 εκεί της καλοπλέξουδης την καθαρή βουλή μας, ο Οδυσσηάς ο αδάμαστοςτην γη του να επανέλθη• καιτην Ιθάκη θα 'μπω εγώ να σπρώξω τον υιό του σφοδρότερα, και την ψυχή να του γεμίσω θάρρος, τους κομοφόρους Αχαιούς εις σύνοδο να κράξη, 90 για ν' αρνηθή το σπίτι του δημόσια των μνηστήρων, 'που σφάζουν ακατάπαυτα τ' αρνιά του και τα βώδια• και αυτόντην Πύλον ύστερα και Σπάρτη θα οδηγήσω, να μάθη για τον γυρισμό τ' αγαπητού πατρός του, και όπωςτον κόσμον εύμορφη τον περιλάβη φήμη». 95

Ο γεωργός έτσι δεν χαίρεται που βλέπει πολύκαρπο το χωράφι του· δεν φαντάζεται τόσο απολαυστικά τα κέρδη του. Τόρα, συλλογίζεται, θα ψαρέψω για καλά. Όχι το δίχτυ μου μα και απόχη θα γεμίσω. Και αρχίζει το θέρισμα. Απάνω εκρεμόταν μαύρο σύγνεφο του καϊκιού η καρίνα.

Αν και η σοφία ήτον έτσι, τότε εγώ θα ήμουν ευτυχής ξαπλωνόμενος κοντά σου· διότι νομίζω ότι από σένα θα γεμίσω με πολλήν και καλήν σοφίαν. Ως προς την ιδικήν μου, και μικρή είνε και αμφισβητήσιμος, κάτι ωσάν όνειρον· ενώ η ιδική σου και λαμπρά είνε και σφριγώσα εις προκοπήν, εξέλαμψε δε από σένα, νέον ακόμη όντα, και καταφανής έγεινε προ ολίγου ενώπιον τριάντα, χιλιάδων Ελλήνων ως μαρτύρων.

Κατάλαβα, του είπα, πρέπει να πάω και γω στην Κρήτη και να τα δω. Κρίμας τη λαχτάρα που σ' απάντεχα τόσον καιρό να τακούσω. — Να σου πω τι θα κάμω, αποκρίνεται ο φίλος με χαμόγελο παρηγορητικό, θα σου περιγράψω άκρες μέσες ό,τι μου πέση εύκολο, αφού και τεχνίτης δε λέγω πως είμαι. Να μη γεμίσω και το νου σου ψεύτικες ζουγραφιές.

Πηγαίνω, έστω και αν πρόκειται να πάθω τίποτε κακόν, αφού είμαι δούλη και η ζωή μιας δούλης δεν αξίζει τίποτε. ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Πήγαινε λοιπόν γρήγορα. Εγώ δε καθισμένη εδώ με θρήνους και γόους και δάκρυα θα γεμίσω τον αέρα. Διότι είναι φυσικόν εις ημάς τας γυναίκας ως απόλαυσιν να έχωμεν πάντοτε εις το στόμα μας τας συμφοράς του παρόντος. Και διά να κλαίω δεν έχω μίαν αφορμήν αλλά πολλάς.

Τότε στην ευτυχισμένη μου άγνοια εποθούσα τον άγνωστο κόσμο, όπου περίμενα για την καρδιά μου τόση τροφή, τόσην απόλαυση, για να γεμίσω και να ευχαριστήσω το ορμητικό και από πόθους κινούμενο στήθος μου και τώρα ξαναγυρίζω από τον απέραντον κόσμον — ω φίλε μου, με πόσες διαψευσμένες ελπίδες, με πόσα καταστραφέντα σχέδια!

Έτσι μάλιστα θάχα κοντά μου και το Βασίλη για να μου δίδη οδηγίες· γιατί όσο κι αν με μέθυσε η πρώτη επιτυχία, καταλάβαινα πως αυτή η δουλειά είχε και τέχνη, που δεν την ήξερα. Εγώ ούτε να γεμίσω το τουφέκι δεν τα κατάφερνα. Η επόμενη μέρα μούφερε μια μεγάλη απογοήτευση. Θάρριξα δέκα πέντε τουφεκιές, χωρίς να χτυπήσω τίποτε, ενώ ο Βασίλης σκότωσε τρεις πέρδικες.

Δεύτερον, διότι θα είχα αφορμήν, απαντώσα εις τας ιδικάς σου εντυπώσεις, να φλυαρήσω και εγώ ολίγον περί της μαγευτικής εκείνης λίμνης, και να γεμίσω κάπως το σημερινόν μου γράμμα, το οποίον κινδυνεύει τώρα να μείνη κενόν, κενότατον και πτωχόν.

Ο στρατιώτης εξαγριούται και αποπειράται να ξιφουλκήση, αλλά το ξίφος είνε κολλημένον γερά εις την θήκην του. Και, μετά ματαίας αποπείρας, παρακαλεί τον αντίπαλον να τον βοηθήση. — Τι θέλεις τώρα; του λέγει ο υποδεκανεύς, αφού τον συνέδραμε να ξιφουλκήση. Να σε γεμίσω γιακάδες; Αλλά ο Πασχαλάκης, πριν ή αφήση αχαλίνωτον την οργήν του, θέλει να βεβαιωθή περί της απιστίας.