Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 29 Μαΐου 2025
Τότε η θεά τ' απάντησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• 80 «Κρονίδη, ω πατέρα μας, πρώτε των βασιλέων, και αν των μακάρων των θεών αρέσει τώρα τούτο, Οδυσσηάς ο πολύγνωμος να 'λθη 'ς τα γονικά του, τον μηνυτήν ας στείλουμεν Ερμή τον αργοφόνο, 'ς της Ωγυγίας το νησί, ευθύς να ειπή της νύμφης 85 εκεί της καλοπλέξουδης την καθαρή βουλή μας, ο Οδυσσηάς ο αδάμαστος 'ς την γη του να επανέλθη• και 'ς την Ιθάκη θα 'μπω εγώ να σπρώξω τον υιό του σφοδρότερα, και την ψυχή να του γεμίσω θάρρος, τους κομοφόρους Αχαιούς εις σύνοδο να κράξη, 90 για ν' αρνηθή το σπίτι του δημόσια των μνηστήρων, 'που σφάζουν ακατάπαυτα τ' αρνιά του και τα βώδια• και αυτόν 'ς την Πύλον ύστερα και Σπάρτη θα οδηγήσω, να μάθη για τον γυρισμό τ' αγαπητού πατρός του, και όπως 'ς τον κόσμον εύμορφη τον περιλάβη φήμη». 95
Είπε, κ' εστράφη 'ς τον Ερμήν αμέσως, τον υιό του• «Ερμή, 'που σ' έχω μηνυτήν εις όλα, ειπέ της νύμφης, εκεί της καλοπλέξουδης, την καθαρή βουλή μας, 30 ο Οδυσσηάς ο αδάμαστος 'ς την γη του να επανέλθη, χωρίς θεόν ή άνθρωπον θνητόν να 'χη σιμά του• αλλ' αφού 'ς την πολύδεσμη πλωτή κακοπαθήση, θα φθάση αυτός την εικοστήν ημέρα εις την Σχερία, γη των Φαιάκων κάρπιμη, και αυτοί θεογέννητοί 'ναι, 35 και ωσάν θεόν ολόψυχα αυτόν θέλει τιμήσουν, και με καράβι 'ς την γλυκειά πατρίδα θα τον στείλουν, με άπειρα δώρα, χάλκωμα, φορέματα, χρυσάφι, 'που τόσα δεν θα ελάμβανε λαχνόν από την Τροία, άβλαπτος αν εγύριζε, με μέρος των λαφύρων. 40 ότ' είναι η μοίρα του να ιδή τους ποθητούς, να φθάση 'ς το σπίτι το υψηλόσκεπο, 'ς την γη την πατρική του».
Και από το σύδενδρο νησί 'ς ταις κορυφαίς του Ολύμπου ο Ερμής ανέβη ευθύς, κ' εγώ της Κίρκης προς το δώμα κίνησα, και η καρδία μου πολλήν είχε μαυρίλα. της καλοπλέξουδης θεάς εστάθηκα εις την θύρα• 310 έσυρα τότ' εγώ φωνή και μ' άκουσεν εκείνη• ευθύς πετάχθη και άνοιξε ταις φωτοβόλαις θύραις, και μ' εκαλούσε• ανήσυχος κατόπι της επήγα• 'ς αργυροκάρφωτο θρονί μ' εκάθισεν εκείνη• ήταν ωραίο, τεχνικό, κ' είχε υποπόδι κάτω• 315 μίγμα εις ποτήρι ολόχρυσο μου ετοίμασε να πίω, κ' έρριξε μέσα βότανα και ολέθρια μελετούσε. και άμ' όλο το 'πια και ποσώς τα μάγια δεν μ' επιάσαν, μ' ένα ραβδί μ' εκτύπησεν, ωνόμασέ με κ' είπε• «'ς την χοιρομάνδρ' άμε και συ, ζάψε με τους συντρόφους». 320 είπε, κ' εγώ ξεγύμνωσα τ' ακονητό σπαθί μου 'ς την Κίρκη επάν', ως άνθρωπος 'που αίμα ορμά να χύση• φωνάζει εκείνη και σκυφτή σφίγγει τα γόνατά μου, και κλαίοντας με προσφωνεί με λόγια πτερωμένα• «ποιος είσαι; πόθε; η πόλι σου πού είναι και οι γονείς σου; 325 πώς έπιες και δεν σ' έπιασαν τα βότανά μου τούτα! και αυτά τα βότανα κανείς θνητός δεν υποφέρει, άμα τα πιη και του διαβούν των οδοντιών το φράγμα• πλην συ 'ς τα στήθη μέσα κλείς αμάλακτην καρδία. συ 'σαι άσφαλτα ο πολύτροπος εκείνος Οδυσσέας, 330 'που πάντοτε ο χρυσσόρραβδος μου πρόλεγε Αργοφόνος ότι απ' την Τροία γέρνοντας έμελλ' εδώ ν' αράξη. αλλά το ξίφος θήκιασε, και εις την δική μας κλίνη έλ' ας πλαγιάσουμε μαζή, αν θέλης μεταξύ μας η κλίνη και τ' εγκάλιασμα κάθε υποψιά να σβύσουν». 335
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν