United States or Central African Republic ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ούτω λοιπόν ο ναός είναι το θαυμαστότατον εξ όσων είδα περί το ιερόν τούτο, δεύτερον δε θαυμάσιον είναι η νήσος η καλουμένη Χέμμις ήτις κείται πλησίον του εν τη Βουτοί ιερού και εντός λίμνης ευρείας και βαθείας· λέγουσι δε οι Αιγύπτιοι ότι είναι πλωτή, εγώ όμως δεν την είδον ούτε πλέουσαν ούτε κινουμένην και εθαύμασα ακούων ότι είναι δυνατόν να κινήται νήσος.

Εκ της διηγήσεως ταύτης και ουχί αλλαχόθεν ο Αισχύλος, υιός του Ευφορίωνος, μόνος από τους προγενεστέρους ποιητάς ήρπασε την ιδέαν να είπη εις έν ποίημά του ότι η Άρτεμις είναι θυγάτηρ της Δήμητρος. Ένεκα δε του γεγονότος τούτου η νήσος εγένετο πλωτή, τουλάχιστον ως λέγουσιν οι Αιγύπτιοι.

«Άλλοτον νου σου έχεις, θεά, ποτέ να μ' αποπέμψης, 'που με πλωτή να διαβώ μου λέγεις της θαλάσσης το φρικτό χάσμα, οπού γοργά δεν σχίζουν ίσια πλοία 175 και όταν περιφανεύονταιτον άνεμο του Δία. ουδέ θε να 'μπω εις την πλωτήτο πείσμα σου ποτέ μου, αν μη θελήσης, ω θεά, να ομόσης μέγαν όρκο, ότι κακό δεν μελετάς ενάντια μου κανένα».

Αφού οι Αιγύπτιοι είπον ότι η νήσος είναι πλωτή, προσέθηκαν την εξής διήγησιν· η Λητώ, μία εκ των οκτώ πρώτων θεών, διέμενεν εις την νήσον Βουτώ, εις ταύτην δε την Λητώ ενεπιστεύθη η Ίσις τον Απόλλωνα, τον οποίον διέσωσεν εκείνη κρύψασα εις την νήσον ήτις καλείται σήμερον πλωτή, ότε έφθασεν ο Τυφών, αναζητών πανταχού και θέλων να εύρη τον υιόν του Οσίριδος.

Ο Μπαμπούκος δεν ήθελε ν' αφήση τον υιόν του να «ξεμπουρδαλιάζη» και εζήτει να τον πάρη μαζί. Αλλ' ο Πάπος αγαπούσε, ναι, της βάρκες, αγαπούσε και την θάλασσαν, αλλά δεν έστεργε την πειθαρχίαν. Η βάρκα εκείνη, επί της οποίας θα έπλεε με δύο άλλους ακόμη ο πατήρ του, θα ήτο πλωτή φυλακή δι' αυτόν. Και άμα εμυρίσθη, ότι ο πατήρ του εσκέπτετο να τον πάρη μαζί, εφρόντισε να γείνη άφαντος.

Είπε, κ' εστράφητον Ερμήν αμέσως, τον υιό του• «Ερμή, 'που σ' έχω μηνυτήν εις όλα, ειπέ της νύμφης, εκεί της καλοπλέξουδης, την καθαρή βουλή μας, 30 ο Οδυσσηάς ο αδάμαστοςτην γη του να επανέλθη, χωρίς θεόν ή άνθρωπον θνητόν να 'χη σιμά του• αλλ' αφούτην πολύδεσμη πλωτή κακοπαθήση, θα φθάση αυτός την εικοστήν ημέρα εις την Σχερία, γη των Φαιάκων κάρπιμη, και αυτοί θεογέννητοί 'ναι, 35 και ωσάν θεόν ολόψυχα αυτόν θέλει τιμήσουν, και με καράβιτην γλυκειά πατρίδα θα τον στείλουν, με άπειρα δώρα, χάλκωμα, φορέματα, χρυσάφι, 'που τόσα δεν θα ελάμβανε λαχνόν από την Τροία, άβλαπτος αν εγύριζε, με μέρος των λαφύρων. 40 ότ' είναι η μοίρα του να ιδή τους ποθητούς, να φθάσητο σπίτι το υψηλόσκεπο, 'ς την γη την πατρική του».

Και απάντησε ο πολύγνωμοςεκείνην Οδυσσέας• 240 «Είναι, ω βασίλισσα, βαρύ να είπω ένα προς ένα τα πάθη μου, επειδή πολλά οι αθάνατοι μου δώσαν• τούτο εγώ μόνον θα σου ειπώ, 'που μ' ερωτάς να μάθης. κάποιο νησίτα πέλαγα μακράν είν', η Ωγυγία, όπου η δολία Καλυψώ, του Άτλαντα θυγατέρα, 245 καλόκομη, δεινή θεά, την κατοικία της έχει, και ούτε θεός ούτ' άνθρωπος συγκοινωνεί μ' εκείνην. αλλ' ο θεός εμ' έφερε τον άθλιοτην γωνιά της πάντερμον, ότι το γοργό καράβι μου 'χε ο Δίας με τον λευκό του κεραυνό σχίσειτο μαύρο κύμα. 250 και οι σύντροφοι μου εχάθηκαν, κ' έπιασα την καρίνα αγκαλιαστά, και μ' έδερνεν η θάλασσ' εννηά 'μέραις• και ότ' ήλθε η δέκατη νυκτιά, οι αθάνατοι μ' εφέραντης Ώγυγίας το νησί, αυτού, 'που κατοικάει η Καλυψώ καλόκομη, δεινή θεά, κ' εκείνη 255 μ' εδέχθη και μ' εξένιζε, μ' έτρεφε κ' είχε γνώμη αθάνατον και αγέραστον εμέ να καταστήση• αλλά ποτέ δεν έπειθετα στήθη την ψυχή μου. κ' έμεινε αυτού χρόνους επτά, κ' έβρεχα εγώ με δάκρυα τα άφθαρτα φορέματα, 'που μου 'χε δώσει εκείνη. 260 αλλ' ότε ο χρόνος όκτατοςτον κύκλο του μ' ευρήκε, τότε μ' επαρακίνησε να υπάγω εις την πατρίδα• η προσταγή 'ταν του Διός ή μόνη άλλαξε γνώμη. μέσα εις πολύδεσμη πλωτή με προβοδά και βάζει άρτον, κρασί, και μ' άφθαρτα φορέματα μ' ενδύνει, 265 κ' έστειλε πρύμον άβλαβον οπού χλιός εφύσα. ημέραις έπλεα δεκαεπτά σχίζοντας τα πελάγη, και την δεκάτην όκτατη φανήκαν τα ισκιωμένα της γης σας όρη• εχάρηκετα στήθη μου η καρδία του δύστυχου, και συμφορά μ' εκαρτερούσε ακόμη 270 μεγάλη, οπού μου εκίνησεν ο σείστης Ποσειδώνας, κ' έσπρωξε ανέμους κατά με και μου 'κλεισε τον δρόμο, αγριεύοντας την θάλασσαν, ουδ' άφινε το κύμα εμέ, 'που συχνοστέναζα, μες την πλωτή να μένω• και η τρικυμιά την σκόρπισε• και τότε κολυμπώντας 275 έσχισ' αυτήν την άβυσσον, ως 'που σιμάτην γην σας εμ' έφερε της θάλασσας η ορμή και των ανέμων. και αν εις την γη τότ' έβγαινα το κύμα θα μ' ενίκα, εις τραναίς πέτραις σπώντας με και εις άτερπνο ακρογιάλι. αλλ' αποσύρθηκ' απ' την γη και κολυμπώντας ήλθα 280τον ποταμό, 'που κάλλιστος αυτού μου εφάνη ο τόπος, χωρίς πέτραις και απάνεμος•του ποταμού την άκρη έπεσα ψυχοπιάνοντας, κ' ήλθεν η νύκτα η θεία. και απ' το ουρανοκαταίβατο ποτάμι πέρα εβγήκα και κάτω από χαμόδενδρατα φύλλα στοιβασμένα 285 πλάγιασα, και ατελεύτητον θεός μου εχάρισ' ύπνο• αυτούτα φύλλα με καρδιάν θλιμμένην εκοιμώμουν ολονυκτής και την αυγήν, ως την μισήν ημέρα• και ο ήλιος όταν έκλινε, μ' άφησ' ο γλυκός ύπνος, κ' ένοιωσα ταις θεράπαιναις της κόρης σου, 'που επαίζαν 290την όχθη• και ώμοιαζε θεάτην μέση τους εκείνη•αυτήν επρόσπεσα, και αυτή με νουν ορθόν και γνώσι εφέρθηκεν, ανέλπιστατην νέαν ηλικία• και ηξεύρουμ' ότι αστόχαστοι συνήθως είναι οι νέοι. και μου 'δωσ' άρτον και λαμπρό κρασί και εις το ποτάμι 295 μ' έλουσε, και τα ενδύματά μου έδωσε τούτ' ακόμη. ιδού μ' όλον τον πόνο μου σου 'πα όλην την αλήθεια».

Όλη η γη της Βαβυλώνος, ως και η Αίγυπτος, κατατέμνεται από διώρυχας των οποίων η μεγαλειτέρα, εστραμμένη προς το νοτιοδυτικόν, από του Ευφράτου εις τον Τίγριν, παρά τας όχθας του οποίου εκτίσθη η Νίνος, είναι πλωτή. Εξ όλων δε των χωρών τας οποίας γνωρίζομεν, αυτή είναι η μάλλον εύφορος εις δημητριακούς καρπούς.