United States or Bulgaria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Συγγενής είναι, στο κάτω κάτω!» «Από συγγενή θα το’βρεις, Έφις!» «Λοιπόν, δεν θα ξαναγίνει πια!» «Έφυγερώτησε τότε η ντόνα Έστερ, ανήσυχη. «Έφυγε; Ο ντον Πρέντου; Πού πήγε;» «Ποιος μιλάει για τον Πρέντου; Εγώ μιλούσα για εκείνο τον άθλιο.» Ο Έφις κοίταξε το καλάθι. «Εγώ εννοούσα τον ντον Πρέντου…. για εκείνο που έκανα χθες

Της αρνηθήκανε, όπως λεν εδώ, τις &τιμές της ταφής&, δηλ. το να σαπίση μ' όλους τους ζητιάνους της συνοικίας σ' ένα άθλιο νεκροταφείο. Τη θάψανε χωριστά από τους συντρόφους της στη γωνιά της οδού της Βουργουνδίας· αυτό θα της εκόστισε πολύ, γιατί το πνεύμα της ήτανε πολύ ευγενικό. — Αυτό είνε μεγάλη αγένεια, είπε ο Αγαθούλης.

Ατός μου εγώ κηρύττοντας την εξορία εκείνου, που οι αθάνατοι τον φανερώσαν ανόσιον, της γενεάς του Λαΐου βλαστάρι, έτσι κηρύττοντας εγώ το αίσχος ο ίδιος, μπορούσα να τους έβλεπα τους Θηβαίους με μάτια ανοιχτά; Κι αν ημπόραγα τ’ αυτιά να φράξω να μην ακούω, θα το ’καμνα, να γείνω πλέον όχι μόνο θεότυφλος, κουφός να γείνω. Έτσι θενά τ’ απόκλεινα τ’ άθλιο κορμί μου.

Όσο μπορείτε πιο γλίγωρα αποκρύψατε σε κάποιο μέρος μακριά ή και σκοτώστε με στο πέλαο ρίχτε, να μη σας είναι δυνατό πια να με ιδήτε. Δεχθήτε να μ’ εγγίσετε τον άθλιο εμένα. Πεισθήτε° μη δειλιάζετε. Ω συμφορά μου! Άλλος κανείς πάρεξ εγώ δεν θα υποφέρη. ΧΟΡΟΣ Ιδού προς τούτο έφθασεν ο Κρέων, που μόνος απόμεινε στο πόδι σου της χώρας φύλαξ, για να σκεφθή και να τελέση, όσα νομίζεις.

« Κοντά εις αυτά του τα χαρίσματα της πολυμα- « θείας και ευαισθησίας, ήνωνε εις τον χαρακτήρα « του εκείνο το στοϊκόν ήθος, καθώς είπα, οπού κά- « ποτε τον ανέβαζεν εις ένα ύψος και έπαρσιν, οποίον « θα εταίριαζε καλλίτερα εις τους παλαιούς χρόνους « της ελευθερίας, παρ' εις την νέαν αυτήν αθλιό- « τητα . Dr. H. Hollands Travels in Greece, p. 274

Ο Αγαθούλης, περισσότερο από συμπάθεια παρά από φρίκη, έδωσε σ' αυτόν τον τρομαχτικό ζητιάνο τα δύο φιορίνια, πούχε λάβει από τον έντιμο του αναβαφτιστή, τον Ιάκωβο. Το φάνταγμα τον εκύτταξε στα μάτια, δάκρυσε και ρίχτηκε στο λαιμό του. Ο Αγαθούλης τρομαγμένος πισωδρόμησε. — Αλλίμονο! είπεν ο ένας άθλιος στον άλλον άθλιο, δεν αναγνωρίζετε πια τον αγαπημένο σας Παγγλώσση; — Τι ακούω!

Τότε λοιπόν εκείνοι, οι βασιληάδες των Δελφών, με μιας αποφασίσανένα γκρεμό να φέρουνε και να την ρίξουν κάτω, να τη σκοτώσουν την κυρά, που έβαλε κ' εκείνη να θανατώσουν στο ναό ιερωμένον άνδρα• τώρα η πόλις την ζητεί, που τέτοιον άθλιο δρόμο με τρόπο τόσον άθλιο ηθέλησε να πάρη. Ήρθε στου Φοίβου το ναό παιδί κι' αυτή να κάνη και τώρα χάνει και παιδιά και το κορμί της χάνει.

Η Νοέμι, πράγματι, είχε αφήσει τον πανσέ να πέσει σε μια λευκή πτυχή του υφάσματος. Η καρδιά της χτυπούσε∙ ναι, μάντευε. «Πού είναι η ντόνα Έστερείπε ο Έφις σκύβοντας επάνω στα πόδια του. «Πόσο θα ευχαριστηθεί όταν το μάθει! Ο ντον Πρέντου μου ζήτησε να γυρίσω στο χωριό γι’ αυτόν το λόγο…» «Μα τι λες, άθλιε;» «Όχι, μη με λέτε άθλιο!