United States or Caribbean Netherlands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και μόνο όταν στον θάλαμο τον νυφικό της μπήκε και είδε το κρεββάτι της, τα κλάμματα την πήραν. «Κρεββάτι μου, είπε, που εγώ σ' εγνώρισα παρθένα και που γυναίκα με έκαμες εκείνου που με χάνει, σε χαιρετώ. Δεν σε μισώ. Μόνον εσύ με χάνεις. Γιατί εγώ δεν ήθελα εσένα να προδώσω, αλλ' ούτε και τον άνδρα μου, γι' αυτό πεθαίνω τώρα.

Αυτός δεν ηθέλησε να υπακούση, και όντας εκστατικός διά την ωραιότητά της, εσηκώθη διά να πέση εις τα γόνατά της με την απόφασιν διά να την αγοράση· μα έξαφνα έμεινεν ακίνητος, ωσάν ένας που χάνει τες αισθησές του, εις το να ιδή είκοσι άλλες νέες την μίαν ωραιότερην από την άλλην.

Αυτά έρχεται και βλέπει τ' αδέρφι μας από την Τουρκιά και χάνει το νου του. Έρχεται κι ο Ομογενής από την Ευρώπη και τρίβει τα μάτια του να καλοδή μήπως κάμνει λάθος, και δε βρίσκεται στην Ευρώπη ακόμα. «Οι καρποί της Ελευθερίας», λέει ο ένας. «Εξευρωπαϊσμός», συλλογιέται ο άλλος.

Δεν χάνει καιρόν. Πηδά ως καλός αυθέντης πλέον εις αυτήν.

Και είτα εγερθείς, εστάθη εν μέσω των καλεσμένων, εκθάμβων ορώντων, έκαμε τον σταυρόν του, και εκφράζων και την πίστιν συνάμα της Γερακούλας του, απήγγειλεν ιεροπρεπώς τα λόγια όπου είπε ποτε ο τοπάρχης της Εδέσσης Αύγαρος, όταν εθεραπεύθη από τον Χριστόν, καθώς τα ενθυμείτο από τα Συναξάρια. — Χριστέ ο Θεός, ο ελπίζων επί σε ποτέ δεν χάνει!

ΠΡΟΣΠ. Προβατείτε, ακολουθάτε·πάψε να μιλής γι' αυτόν. Έν' άλλο μέρος του νησιού. Μπαίνουν, ο ΑΛΟΝΤΖΟΣ, ο ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΣ, ο ΑΝΤΩΝΙΟΣ, ο ΓΟΝΖΑΛΟΣ, ο ΑΔΡΙΑΝΟΣ, ο ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ, και άλλοι. ΑΛΟΝΖ. Πάψε παρακαλώ σε. ΣΕΒΑΣΤ. Του αρέσει η παρηγοριά ωσάν το κρύο ζουμί. ΑΝΤΩΝ. Ο ιατρός μας δεν χάνει τόσο εύκολα την ελπίδα. ΣΕΒΑΣΤ. Τήραξε, ολοένα σηκώνει τωρολόι του μυαλού του· σ' ολίγο βαρεί. ΓΟΝΖ. Κύριε, —

Κινήσαν τα καράβια τα Ζαγοριανά, Κίνησε κι' ο καλός μου, πάη στην Ξενιτειά, Δώδεκα χρόνους χάνει χωρς απολογιά· Κι' απάν σ' αυτόν τον χρόνο στέλνει απολογιά Κι ένα χρυσό μαντήλι, μ' είκοσι φλωριά, Και στο μαντήλι μέσα μια πικρή γραφή: Κι' έλεγε του καλού μου η πικρή γραφή. — «Θες, κόρη μου, παντρέψου, θες καλόγρεψε! Τι εδώ πούμ' ο καημένος επαντρεύτηκα, Επήρα μια γυναίκα κόρη μάγισσας.

Δηλαδή ότι μεν είναι ορθόν να υπάρχουν παντού εις όλας τας συναθροίσεις και επιμιξίας δι' οποιανδήποτε πράξιν ένας αρχηγός πάντοτε αυτό το εννοείς; Πώς όχι; Και όμως ελέγαμεν προ ολίγου ότι των πολεμιστών ο αρχηγός πρέπει να είναι ανδρείος. Και πώς όχι; Και βεβαίως ο ανδρείος ολιγώτερον τα χάνει από τον φόβον του παρά οι δειλοί. Και αυτό είναι ορθόν.

Μα ήθελα να ηξεύρω διατί όταν πλησιάζης προς αυτήν της έρχεται λιποθυμία, και χάνει την όψιν της, και οπόταν από αυτήν ξεμακραίνεις, ξαναλαμβάνει την μορφήν της και τα πνεύματά της; αν ημπορήτε, σας παρακαλώ, ευχαριστήσετε την περιέργειάν μου.

Ο Αγαθούλης απελπισμένος και κατάπληχτος τον χάνει σε λίγο από τα μάτια του. Αλίμονο! να μια κατεργαριά άξια του παλαιού Κόσμου. Ξαναγύρισε στην παραλία συντριμμένος από τη λύπη: γιατί, επί τέλους, έχασε περιουσία δέκα βασιλιάδων.