United States or Jordan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τίμιε άνθρωπε, εμίλησες σωστά, γιατί κάποιοι από σας αυτού είναι χειρότεροι από δαίμονες. Πριν ιδής το τέλος μην επαινάς. ΦΡΑΓΚ. Πόσο παράξενα έγιναν άφαντοι! ΣΕΒΑΣΤ. Δεν μας πειράζει, αφού άφησαν οπίσω τα φαγητά τους· γιατί έχουμ' όρεξη. Σ' αρέσει να δοκιμάσης απ' αυτά, που είν' εδώ; ΑΛΟΝΖ. Όσο για με, δεν θέλω. ΓΟΝΖ. Μα την αλήθεια, δεν πρέπει να φοβάσαι.

ΓΟΝΖ. Ο θεός να τον φυλάξη από τα θεριά· γιατί βέβαια στο νησί βρίσκεται. ΑΛΟΝΖ. Εμπρός. ΑΡΙΕΛ. Ο Κύριός μου, ο Πρόσπερος, πρέπει να μάθη εκείνα, που έκαμα· και συ, βασιλέα, πήγαινε ακίνδυνα, γύρευε τον υιό σου. Έν' άλλο μέρος του νησιού. Μπαίνει ο ΚΑΛΙΜΠΑΝ φορτωμένος ξύλα. Ακούεται βροντή.

ΑΝΤΩΝ. Ω! ήταν βοή αρκετή να δειλιάση κ' ένα θερίο, να κάμη σεισμό· εμούγγριζε βέβαια ένα κοπάδι λιοντάρια. ΑΛΟΝΖ. Άκουσες αυτά, Γονζάλε;

ΑΛΟΝΖ. Ποία αρμονία είναι τούτη! φίλοι μου, γροικάτε! ΓΟΝΖ· θαυμαστή, γλυκειά μουσική! Μπαίνουν διάφορες παράξενες μορφές, φέρνοντας ένα γιώμα. Χορεύουν τριγύρω μ' ευγενικά προσκυνήματα, και αφού επροσκάλεσαν τον βασιλέα και τους άλλους να γευματίσουν, φεύγουν. ΑΛΟΝΖ. Φυλάξετέ μας, Ουρανοί! ποιοι ήσαν τούτοι; ΣΕΒΑΣΤ. Μία παράστασις από έμψυχες κούκλες.

ΠΡΟΣΠ. Προβατείτε, ακολουθάτε·πάψε να μιλής γι' αυτόν. Έν' άλλο μέρος του νησιού. Μπαίνουν, ο ΑΛΟΝΤΖΟΣ, ο ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΣ, ο ΑΝΤΩΝΙΟΣ, ο ΓΟΝΖΑΛΟΣ, ο ΑΔΡΙΑΝΟΣ, ο ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ, και άλλοι. ΑΛΟΝΖ. Πάψε παρακαλώ σε. ΣΕΒΑΣΤ. Του αρέσει η παρηγοριά ωσάν το κρύο ζουμί. ΑΝΤΩΝ. Ο ιατρός μας δεν χάνει τόσο εύκολα την ελπίδα. ΣΕΒΑΣΤ. Τήραξε, ολοένα σηκώνει τωρολόι του μυαλού του· σ' ολίγο βαρεί. ΓΟΝΖ. Κύριε, —

Το φταίσμα είναι δικό σου. ΑΛΟΝΖ. Δικός μου και ο ακριβώτερος χαμός. ΓΟΝΖ. Κύριέ μου Σεβαστιανέ, της αλήθειας, που φλέγεις, λείπει κομμάτι ο ευγενικός ο τρόπος, και ο καιρός· τρίβεις την πληγή, ενώ έπρεπε να την γλυκάνης. ΣΕΒΑΣΤ. Εξαίρετα. ΑΝΤΩΝ. Και ωσάν άξιος χειρουργός. ΓΟΝΖ. Μαυρίλα έχομεν όλοι μας, Κύριε, όταν είσαι συγνεφιασμένος. ΣΕΒΑΣΤ. Μαυρίλα; ΑΝΤΩΝ. Μαύρη και σκοτεινή!

ΑΛΟΝΖ. Ποθώ δυνατά ν' ακούσω την ιστορία της ζωής σου. Πρέπει να δένη θαυμάσια την ακοή. ΠΡΟΣΠ. Θα τα φανερώσω όλα· και σας τάζω ατάραχη τη θάλασσα, δεξιούς τους ανέμους, και τόσο καλό το αρμένισμα, να προφθάσουμε τον βασιλικόν στόλον σου, πού εμάκρυνε πέρα. — Άριελ μου, πουλάκι μου, αυτό είναι έργον σου· ύστερα, με τα στοιχεία· μείν' ελεύθερος, και χαίρου! Παρακαλώ, σίμωσ' εδώ.

ΓΟΝΖ. Όχι, σας βεβαιώνω, δεν ριψοκινδυνεύω τόσο εύκολα τη γνώση μου· θέλετε να με περιγελάτε αποκοιμημένον; γιατί νυστάζω. ΑΝΤΩΝ. Πέσε κοιμήσου, και άκουέ μας. Αποκοιμούνται όλοι, όξω από τον ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟ, τον ΑΝΤΩΝΙΟ και τον ΑΛΟΝΖΟ. ΑΛΟΝΖ. Πώς; είναι και αποκοιμημένοι! Επιθυμούσα κ' εγώ τα μάτια μου να κλείσουν, και μ' αυτά οι στοχασμοί μου. Αισθάνομαι, που κλίνουν εις τον ύπνο.

Λαμπρέ καινούριε κόσμε, ωραία πούσαι κατοικημένος! ΠΡΟΣΠ. Για σε είναι καινούριος. ΑΛΟΝΖ. Ποία είν' αυτή η κόρη, πού έπαιζε μαζί σου; η γνωριμία σας μπορεί νάναι, το πολύ, από τρείς ώρες· είν' αυτή τάχα η θεά, πού μας εχώρισε και μας ένωσε πάλι;

ΓΟΝΖ. Δεν είναι το σωκάρδι μου καινούριο σαν την ημέρα που το πρωτόβαλα; ενοώ, σε κάποιον τρόπο. ΑΝΤΩΝ. Ώμορφα εψαρεύθηκε αυτός ο τρόπος. ΓΟΝΖ. Όταν το εφόρεσα στο γάμο της θυγατέρας σου; ΑΛΟΝΖ. Μου μπήχνετε αυτά τα λόγια στ' αυτιά, και βιάζετε την υπομονή της ψυχής μου! Ω συ, κληρονόμε μου της Νεάπολης και του Μιλάνου, ποιο τέρας του πελάου σ' εχορτάσθη;