United States or Uganda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αρπάζει τάρματα, κρύβει την κάρα Πετά, αναλήφτηκε σαν αστραπή. Τρέχει εδώθ', εκείθε γέρνει Η έρμη φτέρνατο βουνό, Μαύρο κύμα ανεμοδέρνει Και δε βρίσκει ένα γιαλό. Τον επήρε γι' αγωγιάτη Χάρος άγρυπνος, σκληρός... Σαλαγάει, βαρεί την πλάτη Πάντα πίσω του ο νεκρός. 'Σ το τυφλό το τρέξιμό του Μεςτη φούχτα του αρπαχτά Για να βρέξη το λαιμό του Πίνει πάχνη και περνά.

Και τότε ο Ελεφήνορας τον έπιασε απ' τα πόδια, και τον τραβούσε — ο αρχηγός των άφοβων Αβάντων465 όξω απ' τους χτύπους, τι ήθελε, δίχως καιρό να χάσει, ναν τον γυμνώσει· μα πολύ δε βάσταξε ο σκοπός του . . . Τι το νεκρό ο Αντήνορας τον είδε που τραβούσε, και στα πλεβράπου φάνηκαν, σαν έσκυψε, από δίπλα απ' την ασπίδατον βαρεί με το μακρύ κοντάρι, και τόνε στρώνει κατά γης.

ΠΡΟΣΠ. Προβατείτε, ακολουθάτε·πάψε να μιλής γι' αυτόν. Έν' άλλο μέρος του νησιού. Μπαίνουν, ο ΑΛΟΝΤΖΟΣ, ο ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΣ, ο ΑΝΤΩΝΙΟΣ, ο ΓΟΝΖΑΛΟΣ, ο ΑΔΡΙΑΝΟΣ, ο ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ, και άλλοι. ΑΛΟΝΖ. Πάψε παρακαλώ σε. ΣΕΒΑΣΤ. Του αρέσει η παρηγοριά ωσάν το κρύο ζουμί. ΑΝΤΩΝ. Ο ιατρός μας δεν χάνει τόσο εύκολα την ελπίδα. ΣΕΒΑΣΤ. Τήραξε, ολοένα σηκώνει τωρολόι του μυαλού του· σ' ολίγο βαρεί. ΓΟΝΖ. Κύριε, —

Πέφτει ταπίστωμα, τη γη ρωτά... Χτύπο δεν άκουσε... Μόν' η καρδιά του Μέσατα στήθιά του, βαρεί, πετά. Του φάνηκε ότι εξέφυγε... Εμέτρησ' ένα ένα Τάρματα τ' Αστραπόγιαννου, δεν έχασε κανένα Το μαύρο το κλεφτόπουλοτο φοβερό του δρόμο. Σιμάτη βρύση εκάθισε, καταίβασε απ' τον ώμο Το έρμο το δισάκκι του... Το μάτι του έχει αντάρα.

Ψυχή, ψυχή ανυπόφερτη σ' του πάθου μου τη βράσι, Άφσ' το κορμάκι μου νεκρό να πάγη ν' αγαλλιάση. Αχ, έλα θάνατε γλυκέ τους πόνους μου να γιάνης, Τρέξε σ' εμένα γλήγορα, καμιά άργητα μη βάνεις. Ω θάνατε απάνθρωπε, γιατί δε με πληγώνεις, Κι' από παρόμια βάσανα γιατί δε με γλυτρόνεις; Βάρει με το κοντάρι σου, παρακαλώ σε Χάρε, Κι' αυτήν την άθλια μου ζωή, σπλαχνίσου με, και πάρε.

Βογγούση τον περήφανο, που βιάζεται, και θέλει Να πάρη τον κατήφορο μ' ελπίδα να βουτήση, Και τη γλυκή του τη ζωή ο δόλιος ν' απαντήση. Μον κείνος καταπάνω του τρεχάτος τον πλακόνει, Με το κοντάρι τον βαρεί και τον αποτελιόνει· 530

Ρεύω επί φύλλων, ανθέων ή τρυφερών καρπών όταν έκ τινος ατμοσφαιρικής επιρροής αιφνιδίως καταπίπτωσι. Λέγεται δε μεταφορικώς και περί ανθρώπων από χρονίας και μακράς νόσου τηκομένων. Χτύπα, κέντα. σ. 255 Παραλαμβάνονται εις τον λόγον εις δήλωσιν επιμόνου και επιτεινομένης ενεργείας. Τοιαύτα και τα, » Δώσε, δώσε. » » Χτύπα, βάρει » και τα παραπλήσια.