United States or Denmark ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και πόσον γίνεται φανερώτερον το απέραντον πένθος της ψυχής του, όταν από το άμορφον και αγνώριστον κρανίον αγαπημένου ανθρώπου του αστράπτει της φαιδράς παιδικής ηλικίας η ενθύμησις, η οποία, ως πικρά ειρωνία, σχίζει διά μίαν στιγμήν το σκότος, οπού τώρα τον χωρίζει από το φως της ζωής και από την θερμότητα των τρυφερών αισθημάτων.

Ήθελεν είνε αδύνατον να διηγηθή τις, ποίας λογής ήτον εις τούτο το θέαμα ο πόνος του βασιλέως, και με όλον που είχε τάξει την σιωπήν με όρκον της βασίλισσας, ολίγον έλειψε που να μη τον χαλάση, διά να ονειδίση την ωμότητά της· εστάθη όμως στενεμμένος να αναμερίση, φοβούμενος να μη της φανερώση την θλίψιν του· και ούτως επήγε και εξανακλείσθη εις τον χοντζερέ του, και δεν έκαμνεν άλλο, παρά να οδύρεται, και να κλαίη το κακόν τέλος των τρυφερών του παιδιών.

Τώρα, τώρα τα χείλη μου Δύνανται να φιλήσουν Του θανάτου τα γόνατα· Να στέψω το κρανίον του Δύναμαι τώρα. Πού είνε τα ρόδα; φέρετε Στεφάνους αμαράντους· Την λύραν δότε· υμνήσατε· Ο φοβερός εχθρός Έγινε φίλος. 'Κείνος οπού το μέτωπον Τρυφερών γυναικών Αγκάλιασε, πώς δύναται Εις ανδρικήν καρδίαν Να ρίψη φόβον;

Δεν τω είναι όμως επιτετραμμένον να ευχηθή ευτυχίας δι' αυτόν μόνον, αλλ' εύχεται υπέρ της ευημερίας όλων των Περσών και του βασιλέως, διότι και αυτός αποτελεί μέρος της ολότητος των Περσών. Αφού δε διαχωρίση εις τεμάχια το θύμα, και βράση τα κρέατα, καταθέτει αυτά επί χόρτων τρυφερών, προ πάντων όμως επί τρυφυλλίων.

Ρεύω επί φύλλων, ανθέων ή τρυφερών καρπών όταν έκ τινος ατμοσφαιρικής επιρροής αιφνιδίως καταπίπτωσι. Λέγεται δε μεταφορικώς και περί ανθρώπων από χρονίας και μακράς νόσου τηκομένων. Χτύπα, κέντα. σ. 255 Παραλαμβάνονται εις τον λόγον εις δήλωσιν επιμόνου και επιτεινομένης ενεργείας. Τοιαύτα και τα, » Δώσε, δώσε. » » Χτύπα, βάρει » και τα παραπλήσια.

Και την ερχομένην αυγήν παρουσιάσθη εις τον βασιλέα, λέγοντάς του· ιδού κατά την υπόσχεση μου ετοίμασα τα ιατρικά, πρέπει όμως η βασιλεία σου να διορίσει ευθύς ένα ιπποδρόμιον σήμερον μαζί με τους άρχοντας και μεγιστάνας του παλατίου σου· και λάβε τούτο το δαχτυλίδι και φόρεσέ το εις το μεσαίον δάχτυλον της χειρός σου, και τούτο το σκήπτρον όταν ευρίσκεσαι εις το ιπποδρόμιον να το κρατής πάντοτε από το χερούλι που έχει το μέταλλον, και γυμναζόμενος εις το ιπποδρόμιον έως που να ιδρώσωσι τα χέρια σου και όλον το σώμα σου, και τότε το μέταλλον αυτό ζεσταινόμενον μεταδίδει την ενέργειάν του διά μέσον του ιδρώτος και των χυμών εις όλον το σώμα· έπειτα ευθύς έτσι ιδρωμένος να τρέξης εις το λουτρόν, και να λουσθής καλά, αλλάζοντας άλλα φορέματα, και ευθύς με το λούσιμον θέλει καθαρισθή το σώμα σου από την λέπραν, και θέλει ασπρίσει και τρυφερώσι ωσάν των τρυφερών παιδίων.

Ο Μίρτος εβάδιζε πλησίον μου. Η σιωπή μας είχε λυθή επί τέλους, αλλ' η συνδιάλεξις δεν διεξήγετο μετά πολλής ζωηρότητος εκατέρωθεν· άλλως δεν ήτο και εύκολος ως εκ της φύσεως αυτής του εδάφους. Περιωρίζετο κυρίως εις ερωταποκρίσεις περί των μερών τα οποία διηρχόμεθα, και περί επεισοδίων πολεμικών συνεχομένων μετ' αυτών. Περί αναμνήσεων τρυφερών και αποχαιρετισμών ερωτικών ούτε λόγος.

Τόσον εκακομεταχειρίζετο το ταλαίπωρον ζώον, ώστε, ενώ έως τότε ήτο πράον και ευάγωγον, έγινε δύστροπον και απέκτησε την έξιν να λακτίζη, προς μεγάλην απορίαν του Σαϊτονικολή. Σπανίως όταν, καθήμενος επί του ημιόνου, ο Μανώλης επέστρεφεν εις το λατομείον διά να παραλάβη νέον φορτίον, κατελαμβάνετο υπό τρυφερών διαλογισμών και επεχείρει να τραγουδήση.

Ετραγωδούσε τώρα ηρέμα, ώστε να μη ακούηται εις την οδόν, άσματα της ξενιτείας περιπαθή, και ανεκάλει τον Νικολάκην «το ξενιτεμένο της πουλί», το οποίον το εφώναζεν «όπως η κλώσσα φωνάζει τα μικρά πουλάκια να έλθουν κοντά της, από κάτω από τα ζεστά της φτερά». Όλων δε των τρυφερών της ασμάτων η γλυκητάτη επωδός ήτο. «Σου στέλνω χαιρετήματα με του Βορειά τα κύματα».