Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025


Χαροπάλευε και ξωλαλούσε η δόλια η Μάννα, κι' όλα τα ξωλαλήματά της είταν για τον ξενιτεμένο της το Βασίλη. — Την ευχή μου νάχετ' όλοι σας, κι' ο Βασίλης μου την πλειότερη. Χώματα να πιάνη και μάλαμμα να γίνωνται. Από τη δεξιά τη μεριά είχε τη νύφη της τη Βασίλαινα και της κρατούσε το χέρι. — Μου φαίνεται έτσι πως πιάνω τη σάρκα του Βασίλ' μου. Έλεγε με πόνο η δόλια η Μάννα.

«Σ' αυτό απάνω κατάφτασαν κι' οι σιμώτεροι γειτόνοι να με καλωσορίσουν. Ύστερα απ' αυτουνούς κι' οι μακρυνώτεροι, και λίγο- λίγο το σπίτι μου δέχτηκε, μέσα στους κόρφους του, όλο το Χωριό, άντρες, γυναίκες και παιδιά, γιατί είναι χρέος άγιο το να τρέχη κανείς να χαιρετάη ξενιτεμένο, και να πανηγυρίζη τον ερχομό του.

Όταν δούλευε με την αργατειά, αυτή έσερνε πάντα το τραγούδι, και τραγουδούσε όλο ξενιτεμένα τραγούδια, για τον ξενιτεμένο τον γυιό της, που πάντα έρχονταν σε χρυσοκάπουλη μούλα, και ποτέ δε φαίνονταν! Όλος ο κόσμος, άντρες και γυναίκες, την ψυχοπονιώνταν την καημένη την κάκω-Μήτραινα, κι' έλεγαν μέσα τους: — Ο Θεός να της αυγατάη την ελπίδα της ορφανής!

Αναμέρησαν όσοι στέκονταν κατάντικρυ της θύρας κι' άφηκαν ελεύτερο το μάτι της δόλιας της Μάννας να βλέπη προς τα έξω, κι' αυτή κάρφωσε τα μάτια της στο έμπα της θύρας για κάμποση ώρα, κι' ύστερα άρχισε το τραγούδι, σα να είταν γερή. «Ξενιτεμένο μου πουλί, γλυκό χελιδονάκι, «Η Ξενιτειά σε χαίρεται κι' εγώ πίνω φαρμάκι.

Ετραγωδούσε τώρα ηρέμα, ώστε να μη ακούηται εις την οδόν, άσματα της ξενιτείας περιπαθή, και ανεκάλει τον Νικολάκην «το ξενιτεμένο της πουλί», το οποίον το εφώναζεν «όπως η κλώσσα φωνάζει τα μικρά πουλάκια να έλθουν κοντά της, από κάτω από τα ζεστά της φτερά». Όλων δε των τρυφερών της ασμάτων η γλυκητάτη επωδός ήτο. «Σου στέλνω χαιρετήματα με του Βορειά τα κύματα».

Φουσκώνει ο πόνος, πέλαγο γίνεται και με πνίγει, βράχος άψυχος έγινα και τα βαστώ τα τόσα του κύματα, που με δέρνουνε, με δέρνουν, και να με λυώσουνε δε μπορούν. Τα παιδιά μου τα συνεπήρε η οργή τους, και γω ορθοστέκουμαι ακόμα και ζω κι ανεσαίνω μέσα στη φοβερή τη φουρτούνα. Αχ, Αρετούλα μου, Αρετούλα! Τι όνειρα να λογιάζης μέσ' απ' το ξενιτεμένο σου στρώμα!

Πουλάκι ξένο, Ξενιτεμένο. Κυνηγημένο, Πού να σταθώ, Πού να καθήσω, Να ξενυχτήσω, Να μη χαθώ; Βραδιάζει η μέρα, Σκοτάδι παίρει, Και δίχως ταίρι, Πώς να βρεθώ; Πώς να φωλιάσω, Σε ξένο δάσο. Ν' αποσυρθώ; Η ημέρα φεύγει, Η νύχτα βιάζει. Να, ησυχάζει Κάθε πουλί. Κι' εγώ στενάζω, Το ταίρι κράζω, Ξένο πουλί. Κυττάζω τ' άλλα Πουλιά ζευγάρι· Αυτήν τη χάρι Δεν έχω πλια. Έρημο τρέχω Τόπο δεν έχω, Μηδέ φωλιά.

Σ' αυτό απάνω, ανασηκώθηκε λιγάκι, ζύγιασε τα μάτια της κατά τη θύρα κι' είπε: — Ανοίξτε τη θύρα κι' αναμεράστε όσοι είστε μπροστά, γιατί μ' εμποδίζετε να ιδώ. θέλω να τον ιδώ τον ξενιτεμένο μου να μπαίνη μέσα μ' όλη του τη λεβεντιά..

Χρηστοβασίλης δυναμώνει τη λαχτάρα του καθενός μας για τον τόπο του, κι' ό,τι αισθάνεται ο ίδιος για το αγαπημένο του χωριό κάνει να το αιστάνεται και για το χωριό του ο κάθε του αναγνώστης, και ένα που ξέχασε την πατρίδα τον και ζούσε χρόνια πολλά στη Ρουμανία τον έκανε να τη θυμηθή και να γυρίση πίσω, μ' ένα του διήγημα στη «Φωνή της Ηπείρου» με τον «Ξενιτεμένο» δηλ. που τον έχουμε και σ' αυτή τη συλλογή

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν