United States or Kazakhstan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και πρώτη πρώτ' η Δαλιδά να έλθη από σας, που του Σαμψώνος έκοψε τας τρίχας τας χρυσάς, τυφλόν δε και παράλυτον και παίγνιον της μοίρας εις τας εχθράς τον έρριψε των Φιλισταίων χείρας. Τον Ιωσήφ τον πάγκαλον κυττάζω μ' απορίαν να φεύγη την σφαδάζουσαν του Πετεφρή κυρίαν, κι' αυτή χυμά επάνω του με γλαρωμένα μάτια και του παγκάλου γίνεται το φόρεμα κομμάτια.

Ο ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ Νοιώθεις πως τίποτα δεν λες; Για κύτταξε απ' τους θεατάς τους πειο πολλούς. Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ Κυττάζω, να! Ο ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ Και τι λοιπόν εσύ κυττάς; Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ Μα τους θεούς! οι πειο πολλοί και από τούτους όλουςαπ' τους ανοιχτοκώλους! Ο ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ Τι λες λοιπόν; Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ Νικήθηκα! ΣΚΗΝΗ ς'. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Θέλεις το γυιο σου πάλι εσύ, ή να τον μάθω να μιλή;

Σεις είσθε &Φαναριώται&. . . κι' άλλος κανείς, Πλακιώται, δεν έχει τέτοια χάρι, αφού 'δικό σας μένει κι' αυτό του Διογένη το ξακουστό &Φανάρι&. Μαύρη Νύκτα, φύγε . . . σε τρομάζω, δεν μ' αρέσει διόλου το σκοτάδι, πάντα ήλιο θέλω να κυττάζω, πάντα 'μέρα νάναι, ποτέ βράδυ. Όταν συ απλώνης τα φτερά, πιο πολύ ρεμβάζει ο καθείς, πιο πολύ θρηνεί κι' η συμφορά, κι' είν' ο κόσμος γρίφος πιο βαθύς.

Να σου και περνούσε κι' ο δήμαρχος. «Δεν ντρέπεσαι, μου λέει, Νικολάκη, να τα βάζης με τον παπά; Τράβα στη δουλειά σουΜου ανέβηκαν τα αίματα. «Αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού». Γυρίζω και τον κυττάζω: «Εγώ να ντραπώ; Να ντραπής του λόγου σου και με τις κλεψιές σου και με τα καμώματα της γυναίκας σου». Μην τα ρωτάς τι έγινε. Πέσανε να με σκοτώσουν.

ΑΓΓΕΛΙΚΗ Είμαι έτοιμη να σας ακούσω. Θα γυρίσω αμέσως. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Πηγαίνετε γρήγορα, κύριε· πηγαίνετε. Σε μπελάδες μας βάζει ο κύριος Φλεράν. ΑΓΓΕΛΙΚΗ Τουανέττα! ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Τι; ΑΓΓΕΛΙΚΗ Για κύτταξέ με λίγο. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Ε! σας κυττάζω. ΑΓΓΕΛΙΚΗ Τουανέττα! ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Ε καλά! τι, Τουανέττα; ΑΓΓΕΛΙΚΗ Δε μαντεύεις καθόλου γιατί θέλω να σου μιλήσω; ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Αυτό έλειπε να μην το μαντεύω. Για το φίλο μας δα!

Αυτός ο δρόμος δε βγάζει πουθενά... Ο ζητιάνος χαμογέλασε αδιάφορα και μουρμούρισε πάλι: — Και ποιος σου είπε να πας ; Γύρισε πάλι τα μάτια του κατά τον κάμπο. — Κυττάζεις ακόμα το δρομαλάκι; του είπα πειρακτικά. Ήμουνα βέβαιος πως δεν θα μ' αποκριθή. Εκείνος όμως χωρίς να γυρίση να με κυττάξη, μου είπε: — Όχι. Κυττάζω το φτωχό το γαϊδουράκι, που το γύρισε πίσω ο αγωγιάτης.

Κόλλησε η κόρη τα μάτια της απάνω του και χαμογέλασε. — Ήρθα να σ' εύρω· είπε· δεν το περίμενες ; — Αλήθεια! τι κουτός που είμαι!... Να κυττάζω την ανατολή και να μη σκεφτώ πως θα πρωτοϊδώ εσένα. Και πάραυτα με παιδιάτικη αφέλεια, άρχισε να κόβη ρόδα από τις σκαλωμένες στον τοίχο τριανταφυλλιές και να τα ρίχνη βιαστικά, ένα με τ' άλλο απάνω της. — Ελπίδα! Ελπίτσα! θα σε θάψω με τα ρόδα μου.

Ο φίλος μου, ο Αλεξανδρής τον αποτρέπει, τον διορθώνει, τον ανακαλείνα είπουμενεις την τάξιν, πλην αυτός κωφεύει και προχωρεί. Ετούτο όμως με επανέφερε πάλιν εις τας φοβεράς σκέψεις μου. Μου εφάνη ότι επανήλθον εις τας θέσεις των τα πένθιμα, εκείνα αντικείμενα. Κυττάζω εις τον ένα τοίχον, και βλέπωμου εφάνηεπί του ραφίου το πινάκιον με τα κόλλυβα.

αφίνω, και μισεύω, ολόχρυσο πουλί· Βαριά που με πλακόνει παράπονο πολύ. Τρέμει η καρδιά μου, δαίρει, ανήσυχη βαρεί· Ο τόπος που 'χε πρώτα, μου λέει, δεν τη χωρεί. Ο νους μου στο κεφάλι δε θέλει να σταθή, Κοντά σου γύραις φέρει, κι' εσέν' ακολουθεί. Χαμένος οχ τη γνώσι το δρόμο περπατώ, Εδώ κι' εκεί κυττάζω, να σε ιδώ ζητώ. Κινιούμαι, κοντοστέκω με ζάλης ταραχή.

Οι άλλοι έτρωγον κ' έπινον. Αλλ' η καρδία μου έτρεμεν ήδη ως πουλάκι εις το κλουβί. Ίνα αποστρέψω τους οφθαλμούς μου από του ενός τοίχου, οπού εκείτο το πινάκιον με τα κόλλυβα και από του άλλου, οπού εκρέματο ο νεκρικός στέφανος, απεφάσισα να κυττάζω προς την οροφήν.