United States or Kyrgyzstan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τούμαθε να χειρίζεται το κοντάρι, το ξίφος, την ασπίδα, και το τόξο, να ρίχνη τους πέτρινους δίσκους, να πηδάη με μιας τα πειο πλατειά χαντάκια. Τον έμαθε να μισή το ψέμμα και την απιστία, να βοηθή τους αδυνάτους, να κρατάει τον όρκο του. Τούμαθε διάφορους τρόπους άσματα, τον έμαθε να παίζη άρπα, καθώς και την τέχνη του αρχικυνηγού.

Ένας ψαράς βγαίνοντας ένα πρωί με το πλοιάριόν του να ψαρεύση κατά την συνήθειάν του, και φθάνοντας εις ένα κόλπον της θαλάσσης έρριψε τα δίκτυά του, με ελπίδα διά να εύρη πράγμα· αλλά ματαίως εκοπίασεν ο δυστυχής επειδή τρεις φοράς οπού τα έρριψε δεν έβγαλε άλλο παρά ένα σκέλεθρον ζώου, κόκκαλα από πίννες και αχιβάδια ξηρά και άδεια, και ευρίσκετο εις μεγάλην λύπην ο δυστυχής μη έχοντας άλλον τρόπον να βγάλη την ζωοτροφίαν του σπιτιού του· μάλιστα είχε κάμει όρκον να μη ρίχνη τα δίκτυά του πλέον παρά τέσσερες φορές την ημέραν· όθεν δεν του έμενεν άλλη ελπίδα παρά να τα ρίψη και τετάρτην φοράν.

Κόλλησε η κόρη τα μάτια της απάνω του και χαμογέλασε. — Ήρθα να σ' εύρω· είπε· δεν το περίμενες ; — Αλήθεια! τι κουτός που είμαι!... Να κυττάζω την ανατολή και να μη σκεφτώ πως θα πρωτοϊδώ εσένα. Και πάραυτα με παιδιάτικη αφέλεια, άρχισε να κόβη ρόδα από τις σκαλωμένες στον τοίχο τριανταφυλλιές και να τα ρίχνη βιαστικά, ένα με τ' άλλο απάνω της. — Ελπίδα! Ελπίτσα! θα σε θάψω με τα ρόδα μου.

Αλλά πίσω από την εικόνα αυτή τη σφραγισμένη με τον ειδικό χαρακτήρα μιας εποχής, βλέπουμε, όπως ο ήλιος πίσω από το vitrail, να λάμπη το πάθος, αιώνια το αυτό, που την φωτίζει και την κάνει ολόκληρη να λαμποκοπά και να ρίχνη αστραπές.

Είνε χρονιές που περνάμε μια χαρά. Όση βροχή κι αν ρίχνη, ξαστεριά πάντα, μια χαρά. Είνε και χρονιές, σούπα, ο Θεός να γλύση. Αυτές οι δυο κουταλιές νερό, που λες, λίγο ακόμα να με κάμουν να φάω τη γυναίκα μου, εμένα... Η γυναίκα του, που γύριζε τη σούβλα, χαμογέλασε, μας κοίταξε κατάμματα, και κούνησε κι αυτή το κεφάλι της, σα νάλεγε: «ΝαιΕμείς γελάσαμε.

Κι ο Νίκος καθόταν εκεί ασάλευτος, στριμωγμένος απάνω της, και δεν ήξερε κι αυτός πούθε τουρχόταν τόση χαρά, τέτοιο γούστο για τους μασκαράδες σαν ποτέ του . . . Φρρ ! έκαμε μια κορδέλλα από σερπαντέν και πέρασε μια θηλειά γύρω στα κεφάλια του Νίκου και της Λιόλιας που είδαν κ' έπαθαν ως να ξεμπλεχτούν . . . Πήρε φωτιά τότες η Λιόλια κι άρχισε να ρίχνη το χαρτοπόλεμο με τις χούφτες απ’ τη σακκούλα του Νίκου σ' όποιον περνούσε . . κι ο Νίκος πετούσε σερπαντέν.

Να τη βλέπουν να ταρναρίζη ορθοβύζα τα στήθια, να τρεμουλιάζη τα μαστάρια πλαδαρά· να σιγοκλή ηδονικά, φλογισμένα τα βλέφαρα· να λυγίζη τη μέση, να κολπώνη την κοιλιά, να προβάλη με λύσα τα λαγαρά· να προκαλή τον καημό, λάδι να ρίχνη στη φωτιά· νανάβη τους γλυκούς τους πόθους, με τα ολοζώντανα, σπαρταριστά, ξετσίπωτά της κουνήματα.

Ήταν αρκετά εύκολο στις αμμοσκεπασμένες πεδιάδες του ανεμόδαρτου Ιλίου να πετά κανείς τη σκαλισμένη σαΐτα από το έγχρωμο τόξο ή να ρίχνη απάνω σε ασπίδα από βωδινό πετσί και φλογόθωρο χαλκό το μακρύ κοντάρι με την από ξύλο μελίας λαβή.

Η καθεμιά πανδρεμμένη, το λοιπόν, πρέπει να έχη μέρος για να ξεφορτώνεται την κλήρα της, που οι πλειότεροι άνδρες λείπουν χρόνο-χρονικής, η καθεμιά χήρα πρέπει να έχη μέρος για να ρίχνη το στρίγλικό της, τ' αρφανό της. Η καθεμιά αρχόντισσα να έχη μέρος για να βάζη τον πάπο της, τον χήνο της, κ' η καθεμιά φτωχή το θάρρος της και την απαντοχή της. Αυτά, δάσκαλε».

Έχοντας και τη συνήθεια να ρίχνη κατά πίσω την κεφαλή του και να διπλώνη κάπως τον τράχηλο, τον παρονόμασαν Τραχηλά. Φωνή γλυκεία κ' ήμερη, στάσιμο παλικαρήσιο και στρατιωτικό. Ποτές δεν έλειπε το κοντάρι από το χέρι του, καθώς μήτε το κράνος από την κεφαλή του, καταστόλιστο με πετράδια και τριγυρισμένο με την κορώνα· σύστημα που πρώτος το πήρε από τους Ασιανούς.