United States or Tajikistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Α! ξεύρω με τι! Είχε δεμένην η Φωτεινή την πλεξούδαν της με μιαν ωραίαν κορδέλλα τριανταφυλλιάν· προχθές της την είχεν αγοράσει η μητέρα της, όταν την επήρεν εις το πανηγύρι· και πόσον είχε καμαρώσει η μικρά, όταν έδεσε με αυτήν τα μαλλιά της! Τώρα όμως συλλογίζεται... — Τα πουλάκια δεν έχουν φωληά, ας οικονομηθώ εγώ και χωρίς κορδέλλα . . .

Οπωσδήποτε το ζήτημα των υδάτων της πόλεώς μας αποκτά καθ' ημέραν μεγαλειτέραν σπουδαιότητα, και πολύ επικαίρως εδημοσιεύθη εσχάτως επί του αντικειμένου τούτου πραγματεία τις αληθούς επιστήμονος, του κ. Κορδέλλα. Δεν ανέγνωσα ακόμη το βιβλίον. Θα το αναγνώσω όμως αυτήν την εβδομάδα και θα σου γράψω την προσεχή. Εν Αθήναις τη 20 Ιουνίου 1879.

Κύττα την πώς έγεινε η γουστερίτσα! έλεγαν τάλλα τα κορίτσια. Απ' την κακία της κατάντησε έτσι. Θαρρεί πως αυτή είνε κι' άλλη δεν είνε. Εκείνη τη νύχτα είχε δει ένα παράξενο όνειρο. Ένα κάτασπρο περιστέρι με μια κόκκινη κορδέλλα στο λαιμόκαλή ώρα σαν τα περιστέρια της Βενετιάς που έλεγε ο πατέρας τηςήρθε κ' εκάθησε στο παράθυρό της. Και κάτι βαστούσε στη μυτίτσα του.

Το τραπεζάκι με τ' απομεινάρια του δείπνου απόμεινε ακόμα εκεί, και μια γατίτσα με κόκκινη κορδέλλα στον ασπρόμαλλο λαιμό της, στριφογύριζε και νιαούριζε, πηδώντας από καρέκλα σε καρέκλα. Αγροτική ερημιά περιχυμένη άφθονη στο μικρό σπιτάκι, σ' όλο το χωριό.

Και θα σου δώσω και βαθύ ποτήρι με δυο χέρια πούν' αλειμμένο με κερί κ' είνε καινούργιο τόσο, τόσο καινούργιο που θαρρείς μυρίζει το γλυφάνι. Απάνω από τα χείλη του πλέκει κισσός κλωνάρια, κισσός μαζί μ' ελίχρυσο· του ελίχρυσου η ψαλίδα στρέφεται καμαρώνοντας τον κροκωτόν ανθό της. Μέσα, γυναίκα που θεοί την έχουν ζωγραφίσει, με μια κορδέλλα στα μαλλιά και πέπλο από τεχνίτη.

Σου είχα υποσχεθή εις μίαν των τελευταίων μου επιστολών να αναγνώσω το περί των υδάτων της πόλεώς μας βιβλίον του Κ. Κορδέλλα, και να σου γράψω περί αυτού.

Μα τι βαστούσε δεν μπορούσε να θυμηθή η Ουρανίτσα. Άμα ξύπνησε το είπε της μάννας της. — Καλό όνειρο, καλότυχη. Γράμμα βαστούσε το περιστέρι στη μυτίτσα του. Θα μας φέρη γράμμα. Και κόκκινη κορδέλλα. Το κόκκινο γρήγορο είνε. Θάχωμε γράμμα με το δίχως άλλο σήμερα. Δεν έχει^ σωθήκαν τα ψέμματα. Η Ουρανίτσα έγινε κατακόκκινη σαν το τριαντάφυλλο. Η ωμορφιά της έλαμψε στην αυγή. Ήταν χαράματα ακόμα.

Τα ξέρετε δα τα αιώνια κορίτσια στις καινούργιες συνοικίες με τα χαμόσπιτα, που αντιπροσωπεύουν τανέβασμα στα κοινωνικά σκαλοπάτια, μα ίσως και το ξεφύλλισμα της εργατικής οικογένειας, τα κοριτσόπουλα με την κορδέλλα φιόγκο πίσω στα μαλλιά, με σκερτζότζικη ποδίτσα και μπότα κουμπωτή-έτοιμα πάντα ναδράξουν το χαμόγελο που ανθίζει σε νέα χείλια κάτω από ένα μουστακάκι.

Η πολιτεία είναι εκεί. Σαν από μεγάλη σφαίρα γυρίζει ο κόσμος με τριγμούς.,, Κόψατε κλάδους μυρσίνης και στρώσατε να περάσει ο θόρυβος. Ντύσατε τας χείρας σας στην πορφύρα των φώτων, μαλάξατε το κρύσταλλο και κάνετε το ρευστό σαν νερό... Προχώρησεν ακόμη προς την πλώρη παρακολουθόντας τη φωτεινή ξεφτισμένη κορδέλλα.

Δεν είδε παρά ένα δικέφαλον αητό με τα φτερά του ανοιχτά. Τα κεφάλια ζερβόδεξα με τη γλώσσα όξω και τα ράμφη γυριστά, έδειχναν θυμό κι αχορταγιά μεγάλη. Στα κεφάλια καθότανε κορώνα σταυροφόρα· κι άλλη κορώνα πιο μεγάλη τάσμιγε από πάνω. Τα νυχοπόδαρά του κρατούσανε το Σκήπτρο και μια σφαίρα με σταυρό. Και κάτω από τα πόδια του μια κορδέλλα ξεδιπλωμένη είχε απάνω της γράμματα παράξενα.