United States or Lesotho ? Vote for the TOP Country of the Week !


την στάνην του Ψαλίδα Συμμαζωγμέν' οι πιστικοί ζενύχτιζαντον γέννο, Κ' είχαν τον γέννον όψιμο, κ' ήταν μεγάλη η στάνη. Το μεσονύχτι μοναχά πήραν καιρό για δείπνο, Κι' απόδειπνα 'ς τ' αχύρινο, 'ς το τουρλωτό καλύβι. Τετραδιπλώσαν τη φωτιά μ' ασφάκες με παλιούρια. Μέσ' 'ςτήν κορφήν ο τσέλιγγας σε στοιβανιές ξαπλώθη Και διπλοπόδι οι πιστικοί περίγυρα εκαθήσαν.

Και θα σου δώσω και βαθύ ποτήρι με δυο χέρια πούν' αλειμμένο με κερί κ' είνε καινούργιο τόσο, τόσο καινούργιο που θαρρείς μυρίζει το γλυφάνι. Απάνω από τα χείλη του πλέκει κισσός κλωνάρια, κισσός μαζί μ' ελίχρυσο· του ελίχρυσου η ψαλίδα στρέφεται καμαρώνοντας τον κροκωτόν ανθό της. Μέσα, γυναίκα που θεοί την έχουν ζωγραφίσει, με μια κορδέλλα στα μαλλιά και πέπλο από τεχνίτη.

Γύριζε καταμόναχος μέσα στο χτήμα. Στο ένα χέρι κρατούσε την αξίνα και στ' άλλο την ψαλίδα. Έσκαφτε τη γη, καθάριζε τα δέντρα, εξερρίζωνε το γούλιερο, τις τσουκνίδες, το λύκο στοχαστικά και γνωστικά. Ένας ήταν κ' έκανε χίλια στην ώρα. Συχνά σήκωνε το κεφάλι του· μα δεν το σήκωνε παρά για να κυττάξη απόπερα στο ξένο μετόχι. Τα μάτια του σαν ρούφουλας κύτταζαν να καταπιούνε τον τόπο.

Ο πολύπειρος εκείνος ναύτης ήτο συγχρόνως και βαθύς πολιτικός, εννοήσας, ότι διά μόνον των ιερέων και δημίων καθίστανται οι άνθρωποι ευάγωγος αγέλη, προσφέρουσα ευπειθή ράχιν εις την ψαλίδα του κουρέως.

Αφήκε κατά γης την ψαλίδα, κ' εγερθείς εκάθησε παρά την τράπεζαν, κλίνας την κεφαλήν επί των δύο χειρών του.