United States or Liechtenstein ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μόλις εσκέφθην ούτω, αισθάνομαι αίφνης πληγάς και πόνους εις τα νώτα, και στρέφομαι περιδεής προς τα οπίσω. Τεραστία μεταμόρφωσις! Όλοι ήσαν άγγελοι, εφ' όσον ήσαν ενώπιόν μου· όπισθεν μου εγίνοντο όλοι διάβολοι και με εκτύπων εκ των νώτων. Το στήθος μου, Διδάσκαλε, ουδεμίαν πληγήν φέρει. Αλλ' ερώτησε την ράχιν μου και θα σου είπη το διατί.

Ο βοσκός εν τω μεταξύ εκύτταζε τα αιγοπρόβατα του, τα εφώναζε «Τίβι! τίβι! . . . όι! όιΕπροσπάθει να τα συμμαζέψη και τα φέρη προς τον ανήφορον, διά να τα οδηγήση προς την ράχιν την μεσημβρινήν, όπου ευρίσκετο η στάνη του. Οι δύο άνδρες εχαιρέτισαν τον Λυρίγκον. Είτα τον ηρώτησαν αν είδε «κείνη την παληογυναίκα, πώς την λεν, την Φραγκογιαννού». Ο Λυρίγκος είπεν όχι.

Αλλά δεν με γελάς άλλην φοράν. Και ήρπασεν τον μικρόν Κλώσον από την μέσην, τον έχωσεν εις τον σάκκον, έβαλε τον σάκκον εις την ράχιν του και του είπε. — Τώρα πηγαίνω να σε πνίξω. Έως να φθάση εις τον ποταμόν είχε πολύν δρόμον να κάμη, και ο μικρός Κλώσος ήτο βαρύς. Εκεί όπου επήγαινεν, επέρασεν από μίαν εκκλησίαν, εις την οποίαν έψαλλαν.

Ούτω και οι ναύται γηράσκουσιν, ως το βρακί του καπετάν Κωνσταντή και υπό των ετών και υπό της θαλάσσης. Τα έτη κυρτούσι την ράχιν των, και η άλμη ασπρίζει τας τρίχας της κεφαλής των.

Ο διδάσκαλος εξηπλούτο επί τινος όχθου παρά την οδόν, ακουμβών την ράχιν επί βράχου, με τα λευκά του πλατέα μανίκια, κ' εκάπνιζε το βραχύ τσιμπουκάκι του, το οποίον είχεν εις την τσέπην διά τας εξοχικάς εκδρομάς. Εφορολόγει εις βερίκοκκα, απίδια, και πρώιμα μοσχάτα σταφύλια τας φιλοτίμους οικοκυράς, τας επιστρεφούσας με τα κομψά και εύπλεκτα καλαθάκια των εκ του αγρού ή της αμπέλου.

Υπήγαν λοιπόν και οι δυο εις την γέφυραν. Τα δε πρόβατα, τα οποία ήσαν διψασμένα, άμα είδαν τον ποταμόν έτρεξαν να ποτισθούν. Βλέπεις πώς τρέχουν; είπεν ο μικρός Κλώσος. Θέλουν να χωθούν εις τον ποταμόν πάλιν. — Στάσου να υπάγω πρώτα εγώ, διά να μη σε δείρω, είπεν ο μεγάλος Κλώσος. Και εχώθη μέσα εις τον σάκκον, τον οποίον ο μικρός Κλώσος είχε βάλει εις την ράχιν ενός μεγάλου προβάτου.

Τούτο δε ημπορεί να συμβή, εάν δεν επιτρέπεται αναίδεια εις την χρήσιν των αφροδισίων. Δηλαδή, όταν πάλιν εκτελούν αυτά σπανίως από εντροπήν, θα την έχουν εις την ράχιν των αδυνατώτερον κυρίαρχον. Και λοιπόν ας υπάρχη ως συνήθεια και άγραφος νόμος δι' αυτά να θεωρήται καλόν το να μένουν μυστικά, το δε να μη μένουν μυστικά αισχρόν, όχι όμως πάλιν και να μη τα εκτελούν διόλου.

Λέοντες αρπάζοντες τα θύματά των από τα πλευρά ή από την ράχιν έτρεχον με μανιώδη άλματα διά της κονίστρας ως να εζήτουν όπως τα καταβροχθίσουν εις σκοτεινόν μέρος· άλλοι εμάχοντο προς αλλήλους ανορθούμενοι και περισφίγγοντες ο είς τον άλλον, ως παλαισταί, και επλήρουν το αμφιθέατρον με βροντώδεις κραυγάς.

Ο Πλούτων αφυπνισθείς επήδησε χαμαί άνευ περαιτέρω διατυπώσεως, και βυθίσας τους εμπροσθίους του όνυχας εις τον παχύν της αιθούσης τάπητα εκύρτωσεν ευαρέστως την ράχιν του, η δε κυρία Ερμιόνη ανεγερθείσα ήνοιξε μίαν των επί της οδού θυρίδων. — Να πάρωμεν ολίγον αέρα, και κλείω ευθύς, είπε προλαμβάνουσα πάσαν του ανδρός της διαμαρτύρησιν.

Όσοι κοντά του έμειναν κι' ακόμη τον δουλεύουν, δουλεύουν από φόβον των, από αγάπην όχι! Αισθάνεται τον τίτλον του χαλαρωμένον τώρα, 'σάν γίγαντος φορέματατην ράχιν νάνου κλέπτου! ΜΕΝΤΗΘ Και πώς να μην κλονίζεται ο ταραγμένος νους του αφού το παν εντός αυτού το έχει εντροπήν του ότι ευρίσκεται εκεί! ΚΑΙΘΝΗΣ Εμπρός λοιπόν ω φίλοι να δείξωμεν την πίστιν μας εκεί όπου ανήκει!