United States or Costa Rica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο μεγάλος Κλώσος άφησε τον σάκκον εις την θύραν της εκκλησίας, και υπήγε μέσα. Ο δε μικρός Κλώσος ανεστέναζε και εγύριζεν απ’ εδώ και απ’ εκεί, αλλά δεν ημπορούσε να λύση τον σάκκον. Εκεί ήρχετο ένας γέρων βοσκός ασπρομάλλης με ραβδί εις το χέρι, και είχεν εμπρός του ένα σωρόν πρόβατα, τα οποία έσπρωξαν τον σάκκον, και εκύλισαν τον μικρόν Κλώσον κατά γης.

Ευχαρίστως! είπεν ο βοσκός, και εμβήκεν εις τον σάκκον· ο δε μικρός Κλώσος τον έδεσεν, επήρε το ραβδί του και υπήγεν εμπρός με τα πρόβατα. Μετ' ολίγον ο μεγάλος Κλώνος εβγήκεν από την εκκλησίαν, επήρε τον σάκκον εις τον ποταμόν, εκεί όπου ήτο πλατύς και βαθύς, και έρριψε μέσα τον σάκκον, εις τον οποίον εκείνος ενόμιζεν ότι έχει δεμένον τον μικρόν Κλώσον. — Καλά είσαι εκεί κάτω! εφώναξε.

Ενώ εκάθητο λοιπόν την νύκτα, βλέπει έξαφνα τον μεγάλον Κλώσον και ανοίγει σιγά σιγά την θύραν, με τον πέλεκύν του εις το χέρι· έπειτα προχωρεί προς το κρεβάτι, και κτυπά κατακέφαλα την αποθαμένην γραίαν με τον πέλεκυν. — Άλλην μίαν φοράν, λέγει, δεν με κάμνεις μασκαράν. Και έφυγε με την ιδέαν ότι εσκότωσε τον μικρόν Κλώσον. — Τι κακός άνθρωπος! είπεν ο μικρός Κλώσος. Ήθελε να με σκοτώση.

Ο ήλιος έκαιε, εσήμαινεν η εκκλησία, οι χωρικοί φορεμένοι τα καλά των επήγαιναν να λειτουργηθούν, και πηγαίνοντες έβλεπαν τον μικρόν Κλώσον να οργώνη με τα πέντε άλογα. Εκείνος δε ήτο καταχαρούμενος, και ωδηγούσε τα άλογα και εφώναζε: «Εμπρός και τα πέντε μου!» — Τι φωνάζεις και τα πέντε μου; του έλεγεν ο μεγάλος Κλώσος. Το έν μόνον είναι ιδικόν σου.

Τώρα πλέον δεν ημπορείς να με γελάσης. Αλλά εκεί όπου επέστρεφεν, εις έν μέρος όπου οι δρόμοι εσταύρωναν, απαντά τον μικρόν Κλώσον με τα πρόβατα. — Τι είναι τούτο! φωνάζει ο μεγάλος Κλώσος. Δεν σε έπνιξα προ ολίγου; — Ναι, απεκρίθη ο άλλος, με έρριψες εις τον ποταμόν. — Και πού ηύρες αυτά τα ζώα; — Αυτά είναι ζώα του νερού, απεκρίθη ο μικρός Κλώσος. Να σου είπω πώς τα ηύρα.

Τότε αλλάζει το πράγμα, είπεν ο μικρός Κλώσος, και ήνοιξε το κιβώτιον. Ο καλόγηρος επήδησεν έξω, έσπρωξε το κιβώτιον και το έρριψεν εις τον ποταμόν, και υπήγε με τον μικρόν Κλώσον εις το κελλί του, και του έδωκεν έν κοιλόν χρήματα. Όταν ο μικρός Κλώσος επέστρεψεν εις το χωρίον του, εκένωσε τα δύο του κοιλά, και έκαμεν ένα μεγάλον σωρόν από τα χρήματά του επάνω εις το πάτωμα της καλύβης του.

Αλλά δεν με γελάς άλλην φοράν. Και ήρπασεν τον μικρόν Κλώσον από την μέσην, τον έχωσεν εις τον σάκκον, έβαλε τον σάκκον εις την ράχιν του και του είπε. — Τώρα πηγαίνω να σε πνίξω. Έως να φθάση εις τον ποταμόν είχε πολύν δρόμον να κάμη, και ο μικρός Κλώσος ήτο βαρύς. Εκεί όπου επήγαινεν, επέρασεν από μίαν εκκλησίαν, εις την οποίαν έψαλλαν.

Καλά το επώλησα το άλογόν μου, είπεν. Ο μεγάλος Κλώσος θα σκάση από το κακόν του, όταν μάθη τα κέρδη μου. Αλλά δεν θα του τα δείξω διά μιας. Έστειλε λοιπόν εις τον μεγάλον Κλώσον έν παιδί, και του εζήτησεν έν κοιλόν δανεικόν διά να μετρήση κάτι. — Τι το θέλει; εσυλλογίζετο ο μεγάλος Κλώσος.

Ο μικρός Κλώσος τα είδεν όλα αυτά, και ελυπήθη διά το κρύψιμον των φαγητών και ανεστέναξε. Ο γεωργός ήκουσε τον αναστεναγμόν του και εφώναξε: — Ποίος είναι εκεί επάνω; Και είδε τον μικρόν Κλώσον. — Τι θέλεις εκεί; Έλα κάτω! Ο μικρός Κλώσος του είπε ποίος ήτο, και πώς έχασε τον δρόμον του, και τον παρεκάλεσε να τον αφήση να ξενυκτήση εις την οικίαν του.

Ο ξενοδόχος ήτο καλός άνθρωπος, αλλά θερμοαίματος και θυμώδης. — Πολλά τα έτη σας, είπε προς τον μικρόν Κλώσον. Κάτι ενωρίς έβαλες σήμερον τα Κυριακάτικά σου; — Πηγαίνω την νόναν μου εις την πόλιν, απεκρίθη εκείνος. Την άφησα εις το κάρον δεν ημπορώ να την φέρω μέσα, και σε παρακαλώ πολύ, πήγαινέ της έν ποτήρι νερόν. Αλλά φώναζε της δυνατά, διότι είναι θεόκωφη!