United States or Faroe Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τόσο τα είχε σμιχτά στην αγάπη του που δεν ήξευρε καλάκαλά ποιο ήταν το παιδί και ποιο το ξύλο του. Τόρα όμως ξένοιαστος ερροχάλιζε στο κρεβάτι του ο καπετάν Βαλμάς. Είχε μαζί και τα δύο. Το παιδί εκαθόταν στοιχειό στο τιμόνι· το τρεχαντήρι έφευγε γοργό στα κύματα. Δεν τον τρομάζει τον βοριά, δεν το ψηφά το κύμα. Αλλά κ' εκείνα δεν το ψηφούν το καρυδόφλουδο.

Από το ένα καλάμι στο άλλο επάνω στο λόφο τα σύννεφα του Μάη περνούσαν λευκά και απαλά σαν γυναικεία πέπλα. Εκείνος κοίταζε τον καταγάλανο ουρανό και του φαινόταν πως ήταν ξαπλωμένος σ’ ένα όμορφο κρεβάτι με μεταξωτά σκεπάσματα.

Και ο ντον Πρέντου στεκόταν εκεί, να χαϊδεύει την καδένα του και να κοιτάζει κάτω, προς το ποτάμι, σαν να περίμενε κι εκείνος κάποιον. «Τι στο καλό. Μήπως πέθαναν κι αυτές;» «Η ντόνα Έστερ θα είναι στην εκκλησία και η ντόνα Νοέμι ίσως έχει ξαπλώσει.» «Γιατί, άρρωστη είναι;» «Τι να πω! Τώρα τελευταία, όταν γυρίζω, τη βρίσκω στο κρεβάτι.

Η άρρωστη ήτο μόνη στο σπίτι και στο κρεβάτι πλαγιασμένη. Ανασηκώθηκε λίγο το νεκρικό της κεφάλι και τα μάτια της ήσαν γεμάτα θλίψη και φόβο. — Μα όσα μούδωκε η μοίρα μου, είπε, δε φτάνουνε; Έχω κιάλλα να σύρω; — Δεν είν' η μοίρα σου. είπε η μητέρα μου, είν' η κακία σου. Είσαι κακή και διαστρεμμένη και κατά τα έργα σου έχεις και ταποδόματα σου.

Η Στεφάνα έψαξε μήπως κάτω από το κατώφλι υπήρχε κρυμμένο κάποιο μαγικό αντικείμενο και η Πατσάνα βρήκε μια μέρα μια μαύρη καρφίτσα στο κρεβάτι του αφεντικού….. Ασυνήθιστα πράγματα θα πρέπει να συμβούν.

Εμβαίνοντας μέσα εις την πόρταν ηύρα μίαν σκάλαν από μάρμαρον μαύρον, εις την οποίαν ανεβαίνοντας εμβαίνω εις μίαν μεγάλην σάλαν στολισμένην με πεύκια και μαξιλάρες ολόχρυσες· από εκεί απέρασα εις ένα χοντζερέ πολλά ωραιότατον, και εις αυτόν βλέπω μίαν ωραιοτάτην κυρίαν εξαπλωμένην επάνω εις ένα ολόχρυσον κρεβάτι ακουμπισμένον το κεφάλι της εις ένα κεντημένον προσκέφαλον, ενδυμένην με πλούσια φορέματα, και εις αυτήν δίπλα ευρίσκονταν μία ταύλα από μάρμαρον δίασπρον.

Ο βασιλεύς εθυμώθη εναντίον της και την εφοβέρισεν ότι ανίσως και δεν τον υπακούσει θέλει κάμει με το στανειό να το στέρξη. Αυτηνής της εκακοφάνη αυτό τόσον, που έπεσεν από την πίκραν της εις το κρεβάτι άρρωστη.

Και αμέσως η μικρά κόρη, διά να έχη ελευθερίαν εις την εργασίαν της, έβγαλε το σαλάκι, με το οποίον την είχε τυλίξει το πρωί η μητέρα της, και ήρχισε να συγυρίζη τα πάντα με προθυμίαν. Εις ολίγην ώραν όλα ήσαν έτοιμα· αλλ' η γρηά ανοίγει τότε μίαν άλλην θύραν, δίπλα εις το κρεβάτι της. — Βλέπεις τι είνε εκεί μέσα; την ερωτά.

Α δεν ήσουν διαστρεμμένη, θα ξέτρεχες ένα παιδί ανήλικο κιως το τέλος τώφερες στο θάνατο; Είντα θα πης, μωρή, του Θεού που θα παρουσιαστής, γιαυτή τη μεγάλη αμαρτία; Πώς τόσονε βάρος θα το βαστάξη η ψυχή σου εκειά που θα πάη; Η άρρωστη ανασηκώθηκε στο κρεβάτι κιαντίκρυσε τη μητέρα μου, με μια έκφραση στο πρόσωπο φόβου και πόνου.

Κοιμόντουσαν μαζί στο ίδιο κρεβάτι, αλλά το βράδυ εκείνο άδικα την περίμενε. Αποκοιμήθηκε περιμένοντάς την και ακόμη την περιμένει...