United States or Kazakhstan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Με προθυμίαν θέλω σε υπακούσει, του είπα· μα δι' αυτό δεν ζητώ ούτε κορώναν, ούτε άλλα πλούτη, παρά να με φέρης εις την Μπάσραν. Ναι απεκρίθη εκείνος, σου ομνύω εις το κεφάλι του προφήτου σου, πως θέλω σε φέρει πολλά καλά. Εγώ εξαναείπα· εσύ δεν έχεις να κάμης άλλο παρά να μου δείξης το τι έχω να κάμω, και θέλω το ακουλουθήσει με κάθε επιμέλειαν.

Ο βασιλεύς εθυμώθη εναντίον της και την εφοβέρισεν ότι ανίσως και δεν τον υπακούσει θέλει κάμει με το στανειό να το στέρξη. Αυτηνής της εκακοφάνη αυτό τόσον, που έπεσεν από την πίκραν της εις το κρεβάτι άρρωστη.

Ο βασιλεύς εμετανόησε που έκαμε τον όρκον επειδή και ήτον πολλά σκληρόν το ζήτημά της· μα στοχαζόμενος που κανείς δεν ήθελε βάλλει την ζωήν του εις ένα τέτοιον κίνδυνον, την εβεβαίωσε πως θέλει την υπακούσει, και εν τω άμα έστειλε διαλαλητάδες διά να κηρύξουν αυτό το πρόσταγμα. Και η βασιλοπούλα βλέποντας ότι έγινε το θέλημά της, εξανάλαβε την υγείαν της εις ολίγον καιρόν.

Εις αυτό το αναμεταξύ που ο βασιλεύς έκανεν αυτήν την απόφασιν, έφθασεν ένας αμπασατόρος από μέρος του βασιλέως της Γάζνας διά να ζητήση την θυγατέρα του την Ρετζίαν εις γυναίκα, ειδεμή και δεν θέλει τον υπακούσει, να του κηρύξη πόλεμον. Αυτή η είδησις έκαμε τον βασιλέα να μεταβάλλη τον θάνατόν μας έως της αύριον και ούτως επρόσταξε διά να μας φέρουν εις την φυλακήν.

Η Φατμέ εκατανύχθη πολλά εις την θλίψιν του γέροντος η οποία ήτον φυσικά πολλά καλή, και γυρίζοντας προς αυτόν είπεν· Αφέντη παύσε που να λυπάσαι· το κακόν σου δεν είνε χωρίς ιατρειάν· μη στοχάζεσαι τα πρώτα λόγια τη αδελφής μου η οποία δεν ηξεύρει το τι της γίνεται· ο καιρός θέλει της μεταβάλλει την βουλήν· εσύ αλήθεια, δεν είσαι νέος· μα εγώ σε πιστεύω ότι είσαι ένας χρήσιμος άνθρωπος· η αγάπη σου και η επιμέλεια σου θέλουν την κάμει τέλος πάντων απαλήν και συγκαταβατικήν· ημείς θέλομεν σε υπακούσει, και θέλομεν σε ακολουθήσει.

Οι εγχώριοι λέγουσιν ότι κατεσκευάσθη από αιχμάς βελών, και ιδού πώς· βασιλεύς τις των Σκυθών, ονομαζόμενος Αριαντάν, θέλων να μάθη τον αριθμόν των Σκυθών, τους διέταξε να φέρη έκαστος μιαν αιχμήν βέλους, απειλών διά θανάτου εκείνον όστις δεν ήθελεν υπακούσει. Λέγουσι λοιπόν ότι εκομίσθησαν άπειροι τοιαύται αιχμαί και ότι ο βασιλεύς έκρινε καλόν να αφήση εξ αυτών ενθύμιον.

Διότι ούτος αγαπών ως όλοι οι νέοι την εξοχήν και την διασκέδασιν, μετά δυσκολίας είχεν υπακούσει εις το πατρικόν κέλευσμα, όπως μείνη εις την πόλιν, και αφορμήν θα εζήτει διά να το στρήψη και μεταβή εις νυκτερινήν εκδρομήν εις τα Καλύβια, αφού μάλιστα ευκόλως εύρισκε συνοδοιπόρους ομήλικας. Αλλ' ο παπά-Κυριάκος δεν εσυλλογίσθη τίποτε. Εξήφθη αμέσως, ηγανάκτησε, δεν εκρατήθη. Ήμαρτεν.

Ναι, μα ω αδελφή μου ανέκραξεν η Κατηγέ με θυμόν, αν αυτός με ήθελε βιάση και με υποχρεώση διά να τον αγαπήσω, εγώ σου τάσσω πως δεν θέλω το υπακούσει.

Αυτή βλέποντας που εφανήκαμεν ενάντιοι εις την επιθυμίαν της άρχισε να κλαίη και να αναστενάζη, ονειδίζοντας την σκληροκαρδίαν μας και πως είμεθα η αιτία που θέλη να χαθή, και να αποθάνη από το πάθος της, αν δεν ηθέλαμεν την υπακούσει, και να κλίνωμεν εις την θέλησίν της.

Τότε εστοχάσθηκα τα υστερνά λόγια του πατρός μου· μα ήτον πολλά αργά, που δικαίως μου ετύχαινε να έλθω εις εκείνην την κατάστασιν, και έλεγα κτυπώντας την κεφαλήν μου· διατί να μην ακούσω τες νουθεσίες του πατρός μου; διατί να κάμω τέτοια πράγματα και να έλθω εις τέτοιαν κατάστασιν, να κατασταθώ παίγνιον των συνομηλίκων μου; διατί να σταθώ τόσον άφρων και να μη τον υπακούσω εις τα όσα μου είπε διά το καλόν μου; μα σαν δεν τον υπήκουσα εις τα πρώτα του λόγια, θέλω τον υπακούσει εις την υστερινήν απόφασιν που είπε· θέλω το λοιπόν να κάμω καθώς με εδιέταξε, και να υπάγω να κρεμασθώ ετούτην την στιγμήν εις το δένδρον που μου εδιώρισε· και έτσι ημπορώ να ελευθερωθώ από τα βάσανα που μέλλουν να μου έλθουν.