United States or Chad ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και άμ' είπε τα καλότριχα τ' άλογα ευθύς ραβδίζει 215 κατά την Πύλο, κ' έφθασε γοργάτα γονικά του. επρόσταξε ο Τηλέμαχος ωστόσο τους συντρόφους• «Τ' άρμενα εις τάξι θέσετε, φίλοι, 'ς το μαύρο πλοίο, και ας αναιβαίνουμε κ' εμείς, να πάρουμ' ευθύς δρόμο». Είπε κ' εκείνοι υπάκουσαν αμέσωςτην φωνή του• 220 κ' εμπήκαν και αραδιάσθηκαν ευθύς εις ταις σανίδαις.

Ο Καλίφης υπήκουοεν εις τα όσα ο Αμπτούλ τον επαρακάλεσεν, έξω από τον σκληρόν βεζύρη, τον οποίον γνωρίζοντάς τον πολλά κακότροπον και υπεύθυνον, επρόσταξε να του αφήσουν την ζωήν, μα να τον βάλλουν εις έναν σκοτεινόν πύργον κλεισμένον διά όλην του την ζωήν.

Ότε δε έφθασεν εις τας Θήβας, απέσπασεν από τον στρατόν πεντήκοντα περίπου χιλιάδας άνδρας και τους επρόσταξε να εξανδραποδίσωσι τους Αμμωνίους, και έπειτα να καύσωσι το μαντείον του Διός. Αυτός δε, μετά του υπολοίπου στρατού, εξηκολούθησε να προχωρή προς την Αιθιοπίαν.

Κ' ενώ τούτοι έκαναν αυτά, ήλθεν από την πολιτεία δεύτερος μαντατοφόρος κ' επρόσταξε να τρυγάνε τ' αμπέλια το γληγορότερο· κι αυτός είπε, θα μείνη εκεί όσο που να κάμουνε τα σταφύλια μούστο, κ' ύστερα γυρίζοντας στην πολιτεία θα φέρη τον αφέντη, όταν πια θα είναι ο χυνοπωριάτικος τρύγος.

Ευθύς καθώς έφθασεν εις το παλάτι του, επρόσταξε να δέσουν την βασίλισσαν και να την πνίξουν έμπροσθέν του, και τις άλλες γυναίκες του παλατίου ο ίδιος με το σπαθί του τις απεκεφάλισε, και έθεσεν έναν νόμον μεθ' όρκου, ότι από τότε και εις το εξής κάθε βράδυ να στεφανώνεται με μίαν και την αυγήν να την θανατώνη.

Του φάνηκε πως οι Νύμφες παρακαλούσανε τον έρωτα να στρέξη πια το γάμο τους· και πως εκείνος, αφού ελασκάρισε το δοξάρι του και το απίθωσε κοντά στη σαϊτοθήκη, επρόσταξε το Διονυσιοφάνη να κάνη τραπέζι σ' όλους τους πρώτους της Μιτυλήνης κι όταν γεμίση το τελευταίο ποτήρι, τότε να δείχνη σε πάσαν ένα τα σημάδια. Κ' ύστερα να τραγουδούν το τραγούδι του γάμου.

Τελειώνοντάς με τούτον τον τρόπον του πέμπτου ταξειδιού την διήγησιν ο Σεβάχ Θαλάσσιος, επρόσταξε να δώσουν άλλα εκατόν φλωριά χρυσά του βαστάζου, ο οποίος ανεχώρησεν ομού με τους άλλους φίλους.

Εγώ του τ' αρνήθηκα· και αυτός διά να με παιδεύση με έκλεισεν εις τούτο το χάλκινον αγγείον σφραγίζοντάς το με την βούλλαν του και επρόσταξε να ρίξουν το αγγείον εις την θάλασσαν διά παντοτεινά· και όντας εγώ μέσα εις ταύτην μου την φυλακήν ώμοσα μεθ' όρκου, ότι όποιος ήθελε με ελευθερώσει, προτού να τελειώση ο πρώτος αιώνας της φυλακής μου, να τον πλουτίσω επί ζωής του και μετά θάνατον· και πέρασεν ο πρώτος αιώνας χωρίς να ενεργήση κανείς προς με αυτήν την ευεργεσίαν· εις το αναμεταξύ του δευτέρου αιώνος ώμοσα, ότι οποίος με ελευθερώση να του ανοίξω τους θησαυρούς της γης, αλλ' επέρασε και ο δεύτερος χωρίς να ιδώ φως ελευθερίας.

Τότε ο βασιλεύς Καλίφης επρόσταξε και την Αμηνάν να του διηγηθή την ιστορίαν της, η οποία άρχισεν κατά τον ακόλουθον τρόπον.

Κατά τις δέκα ώρες ο Βέρθερος εφώναξε τον υπηρέτη του. Ενώ ντυνότανε του είπε ότι θα έφευγε σε λίγες μέρες και του έδωσε τη διαταγή να καθαρίση τα ρούχα του και να τα ετοιμάση όλα για δέμα. Τον επρόσταξε επίσης να ζητήση τους λογαριασμούς και μερικά δανεισμένα βιβλία και να προπληρώση για δύο μήνες σε μερικούς πτωχούς το μερίδιό τους, τους οποίους εσυνήθιζε να δίνη ένα μικρό ποσό καθ' εβδομάδα.