United States or Niue ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και μόνον η βάρδια αγρυπνεί, ο φρουρός, βλέπων πάντοτε εμπρός, εις απόστασιν, και ο τιμονιέρης βλέπων προς τον ουρανόν και προς τ' άρμενα της αγρυπνούσης σκούνας, ήτις προχωρεί αδιακόπως γλυκά συνομιλούσα με το κύμα. — Βλέπεις εκείνο τ' άστρο, το γεμάτο; Εκεί να πηγαίνη το μπαστούνι σου. Και να παίζη ο κόντρας, το πλέον υψηλόν ιστίον. Ακούς, Γιαννάκη μου; Α! παιδί μου!

Και άμ' είπε τα καλότριχα τ' άλογα ευθύς ραβδίζει 215 κατά την Πύλο, κ' έφθασε γοργάτα γονικά του. επρόσταξε ο Τηλέμαχος ωστόσο τους συντρόφους• «Τ' άρμενα εις τάξι θέσετε, φίλοι, 'ς το μαύρο πλοίο, και ας αναιβαίνουμε κ' εμείς, να πάρουμ' ευθύς δρόμο». Είπε κ' εκείνοι υπάκουσαν αμέσωςτην φωνή του• 220 κ' εμπήκαν και αραδιάσθηκαν ευθύς εις ταις σανίδαις.

Τρεις λαμνοκώποι ήσαν άχρηστοι πλέον από τις πληγές των αράπηδων. Η φύσις είτε η τύχη, λέγεις για ισοζύγισμα έφερεν έτσι τα πράγματα ώστε την εποχή που κατεβαίνουν οι ναύτες μας εκεί, να κατεβαίνουν και οι αράπηδες από τα χειμαδιά τους. Η θάλασσα γεμίζει άρμενα · γεμίζει και η στεριά κουδούνια, γκλίτσες, πρόβατα και καλύβες. Ναύτες ηλιοκαμένοι εδώ· τσοπαναρέοι εκεί χαλκοπρόσωποι.

Σύντομα, μας έσυραν απάνου σε βάρκα, μας έφεραν κάμποσο διάστημα μεσοθαλασσής, όπου είχαν έτοιμο καραβιού παλαιό σκαφίδι σαρακιασμένο, γδυμένο, δίχως άρμενα, δίχως σχοινιά, δίχως κατάρτι· ως και οι ποντικοί το είχαν αφήσει από φυσικό φόβο· αυτού μας έστησαν να φωνάζουμε της θάλασσας, που εμούγκριζε κατά μας, να στενάζουμε των ανέμων, οπού, σπλαχνικά αντιστενάζοντας, με την αγάπη τους άλλο δεν έκαναν ειμή να μας πειράξουν.

Εμείς από μέσα δέκα ναύτες, ο γραμματικός έντεκα και ο καπετάν Δρακόσπιλος δώδεκα μια ερρίχναμε στ' άρμενα και μια στη στεριά. — Καλό ταξείδι· και καλή αντάμωση!... — Ναι· καλή αντάμωση!... Ο Μπουρίνας ο σκύλος μας ετριπόδιζεν απάνω κάτω χαρούμενος κ' εκείνος.

Ο ναύαρχος Αχμέτ Πασάς δεν εφάνη ούτε επί του σκάφους, ούτε εις τον θάλαμον αυτού, όπου κατήλθον οι επισκέπται. Ο Κουμπής έλειψεν επί τρία λεπτά, πριν κατέλθωσι κάτω, ο δε παπάς και η Λελούδα εκύτταζον αλλήλους, εκύτταζον τους ναύτας με τα τουρκόφεσα, εκύτταζον τα υψηλά κατάρτια και τα πολυσύνθετα άρμενα, υπό το φως δύο μεγάλων φαναρίων κρεμαμένων προς τα κάτω επί του πρυμναίου ιστού.

Αλλά Εκείνος π' οδηγεί το σκάφος της ζωής μου ας του πρυμνίζη τ' άρμενα! Εμπρός, καλοί μου φίλοι. ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Βαρέσατε τα τύμπανα! Αίθουσα εν τη, οικία του Καπουλέτου. Α’ ΥΠΗΡΕΤΗΣ Πού είναι ο Τηγανάς, και δεν έρχεται να σηκώσω- μεν τα πράγματα; Που να σαλεύση πινάκι αυτός! Που να καθαρίση πινάκι!

Αλλά την ώρα που εξεψύχαε δεν είχεν άλλη κληρονομιά να κάμη παρά τον ίδιο λόγο: Να μη σ' αφήσω και γίνης σφουγγαράςΕφύλαξα την εντολή του πατέρα μου και δεν έγινα σφουγγαράς. Μα και τόρα που εγέρασα στ' άρμενα την ίδια αισθάνομαι αηδία εμπρός σε μια μηχανή. Δεν ξεύρω πώς μου φαίνεται όχι όμως ποτέ σαν πλεούμενο, ευχή του Θεού και καμάρι της θάλασσας.

Έβαλεν ένα εξάδελφόν του πλοίαρχον εις το ένα μπάρκο, όστις δεν εύρε δουλειές να δουλεύση και «τον έβαλε μέσα»· το άλλο τo εξεχώρησε «χρεωλυτικώς» εις ένα παλαιόν φίλον του θαλασσινόν, όστις το έφαγε, σκάφη κι' άρμενα και καρφιά, κι' αυτός έμενεν ως έγγιστα δύο έτη εις την γενέθλιον νήσον.

Κ' έτσι μ' αυτά και μ' αυτά έχτισε ο γέρο-Σκοινάς ανώγεια και κατώγεια, κ' εσκάρωσε σκάφες, κι' αρμάτωσε άρμενα. Και θαρρώ πως θα ξέχασε να δώση και του φτωχού εργάτη τα βρεθίκια πού του έταξε. Ο Νικολός ήτον στοχαστής πολύ, και είχεν εκλέξει καλώς την ώραν.