United States or Guatemala ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι παίδες της δευτέρας διαδηλώσεως έκραζον αφ' ετέρουΖήτω ο Γεροντιάδης! Ζήτω το τσαρούχι! Ζήτω οι ξυπόλητοι! — Τ' ακούς, βρε Μιχάλη; είπεν είς των αγυιοπαίδων της πρώτης διαδηλώσεως προς τον παραπλεύρως αυτού βαδίζοντα, ομήλικόν του, εμάς το φωνάζουν το ζήτω. — Πώς το ξέρεις; — Δεν ακούς που φωνάζουν, ζήτω οι ξυπόλητοι! — Τότες τι να τους φωνάζουμε κ' εμείς;

Σύντομα, μας έσυραν απάνου σε βάρκα, μας έφεραν κάμποσο διάστημα μεσοθαλασσής, όπου είχαν έτοιμο καραβιού παλαιό σκαφίδι σαρακιασμένο, γδυμένο, δίχως άρμενα, δίχως σχοινιά, δίχως κατάρτι· ως και οι ποντικοί το είχαν αφήσει από φυσικό φόβο· αυτού μας έστησαν να φωνάζουμε της θάλασσας, που εμούγκριζε κατά μας, να στενάζουμε των ανέμων, οπού, σπλαχνικά αντιστενάζοντας, με την αγάπη τους άλλο δεν έκαναν ειμή να μας πειράξουν.

Άμα εξημέρωσεν ο Θεός την ημέρα ήμαστε καλά. Έπεσε κομμάτι κι' ο αγέρας. Μα είδαμε πως μας έλειπεν ένας από το τσούρμο. Ο Παπαδράκος, ο γυιος της Παπαδράκαινας. Ούτε φάνηκεν ο καϋμένος. Ψάχνομε παντού. Πουθενά ο Παπαδράκος. Φωνάζουμε εμπρός, πίσω, κάτω. Τίποτα! Πουθενά ο Παπαδράκος.

Είτα ανέβλεψεν ανά τον τοίχον, κ' έδειξεν εις ύψος δύο οργυιών σχεδόν τον μικρόν φεγγίτην με την χρωματιστήν ύαλον, που έφεγγε τον ναόν από την δεξιάν πλευράν. — Να μπορούσα ν' ανεβώ 'κεί απάνω, είπεν. Έλα, βόηθα, Μαλαμμώ, να σωρέψουμε πέτρες πολλές, να της στερεώσουμε, για ν' ανεβώ ως εκεί. — Δεν φωνάζουμε μια, είπε το Μαλαμμώ, αλλά δεν υπήρξε φωνή και ακρόασις.

Έπειτα, όλο να φωνάζουμε πως είναι πρόστυχη η γλώσσα, μήπως δεν είναι και τούτο δεισιδαιμονία και πρόληψη; Πρέπει να λέμε το εναντίο. Αχ! πόσο θα μ' άρεζε να τόλεγαν πρώτα πρώτα οι κυρίες! Για κείνες πολεμούμε, για να μας διαβάζουν εκείνες, πότε να γελούν, πότε και να δακρίζουν. Την ψυχή μας βγάζουμε για να διασκεδάσουνε μια ώρα και να μη βαρεθούν τα δύστυχά μας τα βιβλία.

— Α! Εσύ 'σαι λοχεμμένε! είπε η Μαλαμμώγιατί δεν ακούς τόσην ώρα που σε φωνάζουμε; Ο Γιάννης απήντησε διά νέου καγχασμού. Εστράφησαν προς την θύραν, και είδον τα εντός.

Και το κύμα το μανισμένο και το αέρι το τρελλό επίστεψα πως εξανάλεγε με διαβολική χαρά και ειρωνεία: — Στην άλλη ζωή!... στην άλλη ζωή. Έμεινε όπως ευρέθηκε καθένας για πολλή ώρα. Και άξαφνα, εσκορπίσαμε τρελλοί, εσκαλώσαμε στα κατάρτια και μονόγνωμοι αρχίσαμε να φασκελώνουμε τον προδότη και να του φωνάζουμε: — Της μάνας σου το κέρατο!... Της μάνας σου το κέρατο!...

Σαν είναι όμως η λαλιά ξένη, σα δε μου είναι φυσική, θα πη πως είναι τεχνητή λαλιά. Τότες γιατί να κατηγορούμε την καθαρέβουσα; Γιατί να φωνάζουμε πως είναι ξένη, πως δεν είναι φυσική; Περίεργο το ρώτημα! Ελάτε να το συλλογιστούμε μια στιγμούλα.

Φωνάζουμε κ' εμείς : Ζήτω οι ξυπόλητοι; — Όχι να φωνάξουμε καλλίτερα : Ζήτω οι ξ'σκιζάνιδες! Και διά μιας εφώναξαν όλοι με καθαράν καί διάτορον φωνήν·Ζήτω οι ξ'σκιζάνιδες! — Σουτ, βρε! έκραξε προς τους παίδας ο Λάμπρος ο Βατούλας· και συγχρόνως αποταθείς προς τους άνδρας, εξηγών ως ειρωνείαν τάχα την κραυγήν, είπε·Καλά τους εκορόιδεψαν οι δίαυλοι.