United States or Honduras ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν δε ήρχισε και να ψάλλη κάτι τι άμουσον με φωνήν λεπτήν, όλοι οι θεαταί ήρχισαν να γελούν, οι δε αγωνοθέται αγανακτήσαντες διά το θράσος του, τον εμαστίγωσαν και τον εξεδίωξαν εκ του σταδίου.

ΕΡΜ. Δεν έχω καιρόν, πορθμεύ• διότι έχω να εκτελέσω μίαν παραγγελίαν του Διός διά την γην• ξέρεις δε πόσον οξύθυμος είνε και φοβούμαι μήπως αν βραδύνω με καταδικάση να μένω παντοτινά κάτω εις το σκότος ή, όπως προ καιρού τον Ήφαιστον, μ' αρπάξη από το πόδι και με πετάξη κάτω, από τον ουρανόν κι' έπειτα θα χωλαίνω και θα γελούν και για μένα οι άλλοι.

Οι δε απλοί άνθρωποι, οίτινες συντρώγουν, γελούν και χλευάζουν την Φιλοσοφίαν, η οποία τοιαύτα καθάρματα δημιουργεί. Και το αισχρότατον εξ όλων είνε ότι, ενώ έκαστος εξ αυτών λέγει ότι ουδενός έχει ανάγκην και ότι μόνον η σοφία είνε πλούτος, μετ' ολίγον πηγαίνει και ζητεί και αγανακτεί εάν δεν λάβη.

Και σα μέπαιρνε από κάτω και μεσήκωνε στο ύψος του αναστημάτου της, ήμουν στα ουράνια. Για να γελούν άλλα κορίτσια, άρχισαν τάχα να κάνουν αντίπραξη του Βαγγελιού και προσπαθούσαν με χάδια και δώρα να μαποσπάσουν από την αγάπη της. Αλλ' εγώ ήμουν ακλόνητος.

Τα παιδιά πρέπει να χαίρωνται, να γελούν, όσο είναι παιδιά ακόμη. Δεν πρέπει να μαυρίζη την ωραία τους ψυχή της συμφοράς ο πόνος. Δεν πρέπει ούτε του πατέρα, ούτε της μάννας η ντροπή εκείνα να πληγώνη. Κ ώ σ τ α ς. Το είχα καταλάβη, πως έμαθες εκείνη την καταστροφή και είχα νοιώσει πως δεν είχα πειά την άδεια να λέγωμαι πατέρας.

Αν καμμίαν φοράν ο Δερβύσης ήθελε να με χαϊδεύση, οπόταν η Ζεμπρούδα με εκρατούσεν εις τα χέρια της, του έδιδα τόσες τσιμπησιές με θυμόν με την μύτην μου που τον έκανα να με αφίνη· μα ο θυμός μου δεν επροξενούσεν άλλο, παρά να τους κάνω να γελούν.

Δεν βλέπεις λοιπόν ότι και εις εσέ συμβαίνει το αυτό όταν κρατής βιβλίον πολυτελέστατον, το οποίον έχει επένδυμα από πορφύραν, χρυσούν δε τον ομφαλόν και το αναγινώσκης βαρβαρίζων, διαστρέφων και προσβάλλων αυτό, και οι μεν πεπαιδευμένοι σε εμπαίζουν, οι δε φίλοι σου και οι κόλακες σε επαινούν, αλλά και αυτοί κρυφίως και μεταξύ των γελούν πολλάκις διά την μωρίαν σου;

ΠΡΟΣΠ. Εις τούτη την τρικυμία. — Καταλαβαίνω ότι οι Κύριοι εδώ απορούν για τούτο το συναπάντημα τόσο, που κατατρώνε τον νου τους, και φοβούνται μήπως τους γελούν τα μάτια τους, μήπως τα λόγια τους δεν είναι φυσική πνοή.

Εξ αυτών πίνουν όλοι κατά την αρχήν του γεύματος και ούτω καθ' όλην την διάρκειαν αυτού γελούν και ευθυμούν.

Η αγάπη, η θλίψη, η τύψη και η ελπίδα γελούν και κλαίνε μέσα στα βαθειά της μάτια και στο πικρό της στόμα. Ο Έφις την κοιτά, την κοιτά και σαν να θυμάται μια προηγούμενη ζωή, πολύ παλιά και του φαίνεται ότι τον καλεί να πλησιάσει, να την βοηθήσει να κατέβει, να την ακολουθήσει….. Έκλεισε τα μάτια. Το κεφάλι του έτρεμε.