United States or Senegal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Απάντησε, έχω δίκιο;», επανέλαβε ταρακουνώντας τον από τους ώμους. «Θυμάσαι τι λέγαμε στο κτηματάκι; Εγώ το θυμάμαι πάνα και γι’ αυτό λέω στον εαυτό μου: ο Έφις κι εγώ είμαστε δυο δυστυχισμένοι, αλλά είμαστε πραγματικοί άντρες και οι δυο, περισσότερο και από τον θείο Πιέτρο και από τον Μιλέζο, βέβαια!

Νομίζοντας ότι κοιμάται η Νατόλια της άγγιξε το χέρι που έκαιγε, αλλά η γριά το τράβηξε και της είπε χαμηλόφωνα: «Άκου Νατόλια, κάνε μου μια χάρη. Πήγαινε στον Έφις Μαρόντσου και πες του ότι πρέπει να του μιλήσω. Μην το μάθει όμως η Γκριζέντα.

Τώρα λες όχι, αργότερα όμως θα πεις το ναι. Είναι για γέλια;» «Σαρδόνια γέλιαειρωνεύτηκε από πίσω η Πατσάνα, χαμηλόφωνα και έσπρωξε την Στεφάνα για να την κάνει ν’ απαντήσει άσχημα στο αφεντικό. Η γυναίκα όμως ήταν πολύ αξιοπρεπής και δεν καταδέχτηκε να συνεχίσει το αστείο. Έτσι δεν άνοιξε το στόμα της μέχρι που το αφεντικό με τον Έφις βγήκαν μαζί.

Αντί για τον Τζατσίντο όμως ήρθε ο Τσουαναντόνι με κάτι που μαύριζε επάνω στο στήθος του, σαν ψόφιο όρνιο. Από εκείνη τη στιγμή ο Έφις είχε την εντύπωση ότι έπεσε σ’ ένα παραλήρημα πυρετού. Τι εφιάλτης, η δημοσιά ν’ ασπρίζει μέσα στη νύχτα και ο ήχος του ακορντεόν να κατεβαίνει από το λόφο και να κάνει να πάψει το αηδόνι!

Την πήγα στον αρχηγό μου κρατώντας την σαν ένα τσαμπί. Έσταζε μαύρο αίμα όπως οι ρόγες από το μαύρο σταφύλι. Ο αρχηγός μού είπε: μπράβο Κοντσίνου!» Ο Έφις άκουγε κρατώντας ένα αγριοτριαντάφυλλο. Σταυροκοπήθηκε με το κοτσάνι του λουλουδιού και είπε: «Να εξομολογηθείς, Κοντζί! Σκότωσες άνθρωπο!» «Στον πόλεμο, αυτό δεν είναι αμαρτία. Μήπως το έκανα κρυφά; Όχι

Ο ψεύτικος τυφλός άκουγε και κρατούσε σφιχτά επάνω του το κλεμμένο δισάκι. Άρπαξε το χέρι του Ιστένε και του είπε: «Μείνε μαζί μου, διάολεΈμειναν έτσι με τα χέρια ενωμένα, όπως τους είχε δει ο Έφις να βγαίνουν από την καζάρμα του Φόνι, και έμοιαζε να τον περιμένουν κάπως προκλητικά να μιλήσει.

Τα γεράκια, με τα αστραφτερά σαν το μαχαίρι φτερά τους, περνούσαν κρώζοντας, η Ορτομπένε, πόλη χτισμένη από νουράγκι, απλωνόταν απέναντι από τις λευκές επάλξεις της Ολιένα κι ανάμεσα στη μια και στην άλλη έκανε την εμφάνισή του στον ορίζοντα ο καθεδρικός ναός του Νούορο. Ο Έφις περπατούσε και ο πυρετός του θόλωνε τα μάτια.

Η γριά σήκωσε το χέρι της και τον τράβηξε με δύναμη επάνω της. Μια οσμή σήψης και τάφου αναδυόταν από το μικρό κρεβάτι, εκείνος όμως δεν τραβήχτηκε παρόλο που ένιωθε το κολιέ της θειας-Ποτόι να του αγγίζει το πρόσωπο, ζεστό σαν να ήταν επάνω στη φωτιά, και την αναπνοή της να περνάει πάνω στα μαλλιά του σαν αράχνη. «Άκουσέ με Έφις, είμαστε μπροστά στο Θεό. Εγώ είμαι έτοιμη να φύγω.

Ο Έφις σταυροκοπήθηκε και σηκώθηκε, αλλά περίμενε ακόμη μήπως έρθει κανείς. Έσπρωξε όμως τη σανίδα που χρησίμευε για πόρτα και ακούμπησε επάνω της ένα μεγάλο σταυρό από καλάμια για να εμποδίσει τα αερικά και τους πειρασμούς να μπουν στην καλύβα.

Η Νοέμι χαμογέλασε με ένα χαμόγελο όμως στραβό που έφερε το στόμα και το μάτι της προς το αριστερό της αυτί. «Έφις», είπε με ύφος αυστηρό, «μιλάμε για τον Τζατσίντο. Εσύ, όταν ήταν να έρθει, είπες: «Εάν η συμπεριφορά του είναι άσχημη, εγώ θα τον ξαποστείλω». Το είπες ή όχι;» «Το είπα.» «Τότε να κρατήσεις τον λόγο σου. Ο Τζατσίντο είναι η καταστροφή μας.» Ο Έφις χαμήλωσε για μια στιγμή το κεφάλι.