United States or Mauritania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Τζατσίντο άκουγε προβάλλοντας ψηλός και μελαψός στον πορφυρό ουρανό∙ ο ώμος του έτρεμε και ο Έφις, από κάτω, θαρρούσε πως έβλεπε να τρέμει όλος ο ορίζοντας. Ξαφνικά όμως ο Τζατσίντο έφυγε χωρίς να πει τίποτα και ο Έφις είδε μπροστά του το χώρο ελεύθερο, την κοιλάδα τριανταφυλλί αυλακωμένη από σκιές, ψηλά, ψηλά, μέχρι τους λόφους του Νούορο που διαγράφονταν μαύροι μέσα στο ηλιοβασίλεμα.

Ο Έφις σταμάτησε για μια στιγμή στο μέσο μιας ομάδας χωρικών από την περιοχή του Νούορο. Οι γυναίκες κάθονταν στη σειρά εμπρός από τις καλύβες, περιμένοντας ν’ αρχίσει η λειτουργία και οι άλικοι κορσέδες τους έδιναν μια κόκκινη απόχρωση στη σκιά του τοίχου. Η λειτουργία όμως αργούσε.

Να που έχουν πάρει τα μυαλά σου αέρα!» «Γιατί μιλάτε έτσι, ντον Πρέντουείπε ο Έφις με αξιοπρέπεια. «Το παλικάρι είναι ντόμπρο και καλό: δεν έχει ελαττώματα, δεν καπνίζει, δεν πίνει, δεν αγαπά τις γυναίκες. Θα κάνει περιουσία. Εάν το θελήσει μπορεί να βρει αμέσως δουλειά στο Νούορο.

Σκεφτόταν περισσότερο τη θεία του Νοέμι παρά την Γκριζέντα και του ερχόταν να κλάψει, να γυρίσει εκεί κάτω, να καθίσει πλάι της την ώρα που έραβε μες στην αυλή και ν’ ακουμπήσει το κεφάλι του στα γόνατά της, κάτω από το πανί που έραβε. Έπειτα όμως ντρεπόταν για το όνειρό του, και γύριζε στο παραθυράκι της μικρής, μοναχικής του κάμαρης για να δει τη μητρόπολη του Νούορο.

Εάν το κίτρινο γράμμα, ύστερα από όλα αυτά, έφερνε μια καλή είδηση; Εάν ανήγγειλε κάποια κληρονομιά; Εάν ζητούσαν τη Νοέμι σε γάμο; Οι κυρίες Πιντόρ εξακολουθούσαν να έχουν πλούσιους συγγενείς στο Σάσαρι και στο Νούορο: γιατί δε θα μπορούσε κάποιος από εκείνους να ζητήσει σε γάμο τη Νοέμι; Θα μπορούσε το κίτρινο γράμμα να το είχε γράψει και ο ίδιος ο ντον Πρέντου…

Και τώρα; Θα πας στο Νούορο; Θα δουλέψεις; Θα ξεχρεώσεις;» «Πολλά… είναι πολλά τα λεφτά, Έφις… Πώς θα τα καταφέρωΑλλά ο Έφις του μιλούσε χαμηλόφωνα, σκυμμένος επάνω του, παραληρώντας: «Φύγε, άνθρωπε του Θεού, φύγε! Θα ήθελα να μη φύγεις, αλλά εάν εγώ ο ίδιος σου το λέω είναι γιατί δεν υπάρχει άλλη σωτηρία. Θυμήσου τα ωραία λόγια που έλεγες εκείνο το βράδυ.

Ο τυφλός γνώριζε καλά πότε γίνεται κάθε πανηγύρι και ποιόν δρόμο έπρεπε να πάρουν και ήταν εκείνος που οδηγούσε το σύντροφό του. Περνώντας από το Νούορο ο Έφις τον οδήγησε προς το Μύλο, τον άφησε ακουμπισμένο σ’ ένα τοίχο και πήγε να χαιρετήσει τον Τζατσίντο. «Φεύγω για τόπους μακρινούς. Αντίο. Να θυμάσαι την υπόσχεσή σου.» Ο Τζατσίντο ζύγιζε ένα σακί αλεσμένο κριθάρι.

Η ελπίδα να φύγει αυτός γρήγορα για το Νούορο την έκανε καλή και υπομονετική. Έστρωσε το τραπέζι στην τραπεζαρία που ήταν δίπλα, εγκαταλειμμένη και υγρή σαν καντίνα, και άρχισε να τον σερβίρει ζητώντας συγνώμη που δεν μπορούσε να του προσφέρει τίποτα άλλο. «Σ’ αυτό το χωριό πρέπει να ικανοποιείται κανείς με ό, τι βρίσκει…..»

Εγώ μπορεί να φέρω την Γκριζέντα στο σπίτι τους κι εκείνη θα τις βοηθάει. Είναι πλέον γριές. Εγώ θα δουλεύω. Θα πάω στο Νούορο, θα αγοράσω τυρί, ζώα, μαλλί, κρασί, ακόμη και ξύλα, ναι, επειδή τώρα, με τον πόλεμο, όλα τα πράγματα έχουν αξία. Θα πάω στη Ρώμη και θα πουλήσω το εμπόρευμα στο Υπουργείο Πολέμου. Ξέρεις πόσα θα κερδίσω;» «Ναι, αλλά το κεφάλαιο;» «Μην το σκέφτεσαι, το έχω.

Και ένοιωθε έναν αδιόρατο φόβο να στρέψει, να κοιτάξει εκείνη την αντρική φιγούρα που ήταν κάπως παράξενη, πράσινη και κίτρινη, ακίνητη πάνω στον πάγκο απ’ όπου λες και δεν θα ξανασηκωνόταν πια. Εκείνος όμως ξανάρχισε να μιλά για το ταξίδι, για το μοναχικό δρόμο και ρώτησε πόση ώρα χρειάζεται για να φτάσει στο Νούορο.