United States or British Indian Ocean Territory ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και είμαι εγώ εκείνος που τα σκάρωσε όλαΣτην πόρτα η Νοέμι έστρεψε για να του κάνει αντίο με το χρυσό σταυρό. Αντίο. Κι εκείνος, όπως συνέβη και με τον Τζατσίντο, σχημάτισε την εντύπωση πως εκείνη ήταν που πέθαινε. Έβγαιναν όλοι, έφευγαν. Η ντόνα Έστερ έσκυψε απάνω του, σαν να ήθελε να τον σκεπάσει με τις μαύρες φτερούγες της. «Θα γυρίσω σύντομα, εγώ, μόλις τους συνοδεύσω.

Εις την γωνίαν της εκκλησίας, η Μαργή, χωριζομένη από τας γυναίκας που την συνώδευον, τας εξέπληξεν εκ νέου με πρωτάκουστον χαιρετισμόν, τον οποίον συνώδευσεν ηγεμονική κλίσις της κεφαλής: — Αντίο σας!. . Έλα, μητέρα ...

Μα δεν ξεθαρρευότανε να σηκώση τη ματιά του κατά τη Βεργινία. . και χωρίς να κυττάξη μέσα, είπ' ένα δυνατό «Αντίο σαςκαι βγήκε κι αυτός έξω. . . Μα η Βεργινία είχε κλείσει τα ματόφυλλά της σα να μην ήθελε να δη πια τίποτα-σα να μην ήθελε να δη στα μάτια του Νίκου εκείνην τη λάμψη πούτον άλλη φορά δική της, πούτον το φως της ζωής της και τώρα της έκαιγε την ψυχή, γιατί έφεγγε για μιαν άλλη. Να μην αργήσετε !-τους φώναξε αποπίσω τους, ανοίγοντας την πόρτα, η Κερά Ελέγκω, γιατί θα νυχτώσω κ' έχω να βάλω τα ρούχα στο νερό-. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Περπατούσαν, ο ένας μακριά από τον άλλον.

ΜΠΕΛΙΝΑ Λυπούμαι πολύ που σ' αφίνω, αγάπη μου· μα είνε απόλυτος ανάγκη να βγω για κάποια υπόθεσι που είνε αδύνατον να την αναβάλω. Θα γυρίσω πολύ γρήγορα. ΑΡΓΓΑΝ Πήγαινε, Μπελίνα μου, και πέρασε κι' από το συμβολαιογράφο σου για κείνο που ξαίρεις. ΜΠΕΛΙΝΑ Αντίο, παιδί μου. ΑΡΓΓΑΝ Στο καλό, αγάπη μου. ΑΡΓΓΑΝ — κ. ΑΡΓΓΑΝ Να, μια γυναίκα που μ' αγαπά σε απίστευτο βαθμό. κ.

Ανασήκωσε τα μάτια του με τα λευκά από το αλεύρι βλέφαρα και χαμογέλασε. «Ποια υπόσχεση;» «Ότι θα ζυγίζεις καλά», είπε ο Έφις και έφυγε. Μόλις ζύγισε το σακί, ο Τζατσίντο πετάχτηκε έξω και είδε τους δυο ζητιάνους ν’ απομακρύνονται πιασμένοι από το χέρι, χλωμοί και τρεμάμενοι και οι δυο, σαν άρρωστοι. Τον φώναξε, αλλά ο Έφις του έκανε με το χέρι αντίο χωρίς να στρέψει.

Σήκωσε την πόρτα και είδα την αρχή μιας ελικοειδούς σκάλας· μετά είπε γυρνώντας προς την κυρία, «Κυρία μου, αυτός είναι ο δρόμος που θα σας οδηγήσει στο σημείο που σας είπα.» Η κυρία δεν απάντησε και σιωπηλά κατέβηκε την σκάλα, ακολουθούμενη από τον πρίγκιπα. Στην κορυφή της σκάλας όμως, αυτός με κοίταξε: «ξάδελφέ μου», φώναξε, «Δεν ξέρω πώς να σε ευχαριστήσω για την καλοσύνη σου. Αντίο

Ο τυφλός γνώριζε καλά πότε γίνεται κάθε πανηγύρι και ποιόν δρόμο έπρεπε να πάρουν και ήταν εκείνος που οδηγούσε το σύντροφό του. Περνώντας από το Νούορο ο Έφις τον οδήγησε προς το Μύλο, τον άφησε ακουμπισμένο σ’ ένα τοίχο και πήγε να χαιρετήσει τον Τζατσίντο. «Φεύγω για τόπους μακρινούς. Αντίο. Να θυμάσαι την υπόσχεσή σου.» Ο Τζατσίντο ζύγιζε ένα σακί αλεσμένο κριθάρι.

Αντίο, αυτή τη φορά έφευγε στ’ αλήθεια και τακτοποίησε όλα τα πράγματα μέσα στην καλύβα: τα αγροτικά εργαλεία στο βάθος, την ψάθα τυλιγμένη στο πλάι, τη χύτρα αναποδογυρισμένη επάνω στη σανίδα, το δεμάτι με τα βούρλα στη γωνία, την εστία σκουπισμένη: όλα σε τάξη, όπως αρμόζει σ’ έναν καλό υπηρέτη που φεύγει και λογαριάζει την καλή γνώμη που θα σχηματίσει ο αντικαταστάτης του.

Σου χαρίζω την Μπαμπέττα, αν μου χαρίσης ζωντανόν τον αετιδέα! . . . είπεν ο μυλωθρός και εγέλα τόσον, ώστε εδάκρυζαν τα μάτια του. «Αλλά τώρα σε ευχαριστώ διά την επίσκεψιν, Ρούντυ», είπε· «αν εμφανισθής αύριον, αύριον δεν θα είναι κανείς 'στο σπίτι! Αντίο Ρούντυ!». Και η Μπαμπέττα είπε και αυτή αντίο, αλλά με τόσο παραπονιάρικο ύφος σαν ένα μικρό γατάκι, που δεν μπορεί να ιδή την μητέρα του.

Μόνο τα φύλλα από τα καλάμια κουνιόντουσαν πάνω στο φρύδι, ίσια, δύσκαμπτα σαν σπαθιά που ακονίζονταν πάνω στο μέταλλο του ουρανού. «Έφις αντίο, Έφις αντίο».