United States or Guinea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκ τούτων η μωρία ζη κάτω μεταξύ των ανθρώπων, όπως και το μίσος, η οργή, η ζηλοτυπία, η αμάθεια, η στενοχωρία και η φιλαργυρία• αι δε ελπίδες και ο φόβος πετούν υπεράνω, και ο μεν επιπίπτει και τους συνταράσσει και τους κάμνει να μαζεύωνται και να τρέμουν, αι δ' ελπίδες πετούν πάνω από τας κεφαλάς των και φεύγουν και απομακρύνονται, οσάκις νομίση τις ότι δύναται να τας συλλάβη και τους αφήνουν με το στόμα ανοικτόν• δηλαδή παθαίνουν ό,τι βλέπεις τον Τάνταλον να πάσχη κάτω εις τον Άδην με το νερόν.

Πλέον διαφορετική και υψηλοτέρα ήτο η απλοϊκότης και η αυταπάρνησις του Βαπτιστού. Οι ζωγράφοι του μεσαιώνος δεν απομακρύνονται της αληθείας παριστώντες αυτόν κάτισχνον από αυστηράν άσκησιν εξ απαλών ονύχων.

Οι Αθηναίοι, αφού επολέμησαν επί πολλήν ώραν, ανεχώρησαν έπειτα εις το της προτεραίας στρατόπεδόν των· αλλά δεν είχαν πλέον τόσα τρόφιμα, όσα πρότερον, διότι δεν ηδύναντο πλέον ν' απομακρύνονται ένεκα του εχθρικού ιππικού. Πρωί δε σηκώσαντες το στρατόπεδον ήρχισαν πάλιν την πορείαν, και προσεπάθησαν να φθάσουν εις τον περιτειχισμένον λόφον.

Διότι άλλως βεβαίως θα επιθυμούσε όσα αξίζει, αφού είναι αγαθά. Δεν φαίνονται όμως εις τους άλλους ηλίθιοι οι τοιούτοι, αλλά μάλλον οκνηροί. Και αυτή η γνώμη περί αυτών φαίνεται ότι τους καθιστά χειροτέρους. Διότι έκαστος επιθυμεί όσα του αξίζουν, αυτοί όμως απομακρύνονται από τας καλάς πράξεις και επιτηδειότητας, όταν νομίζουν ότι είναι ανάξιοι, ομοίως δε και από τα εξωτερικά αγαθά.

Όσοι δε νομίζουν ότι καλώς διαιρούν εις δύο την ιστορίαν, εις το τερπνόν και το χρήσιμον, και διά τούτο εισάγουν εις αυτήν και το εγκώμιον ως τερπνόν και ευχάριστον, βλέπεις πόσον απομακρύνονται από το αληθές και το ορθόν. Πρώτον μεταχειρίζονται ψευδή διαίρεσιν διότι μία είνε η προσπάθεια και είς ο σκοπός της ιστορίας, το χρήσιμον, το οποίον μόνον από την αλήθειαν παράγεται.

Εν τούτοις οι Αράβιοι μεταχειρίζονται το εξής μέσον διά να αναβώσι· κόπτοντες εις μέγιστα τεμάχια τα μέλη βοών, αποθνησκόντων όνων και άλλων υποζυγίων, τα φέρουσιν εις εκείνα τα μέρη, τα αποθέτουσι πλησίον των φωλεών και απομακρύνονται.

Ανασήκωσε τα μάτια του με τα λευκά από το αλεύρι βλέφαρα και χαμογέλασε. «Ποια υπόσχεση;» «Ότι θα ζυγίζεις καλά», είπε ο Έφις και έφυγε. Μόλις ζύγισε το σακί, ο Τζατσίντο πετάχτηκε έξω και είδε τους δυο ζητιάνους ν’ απομακρύνονται πιασμένοι από το χέρι, χλωμοί και τρεμάμενοι και οι δυο, σαν άρρωστοι. Τον φώναξε, αλλά ο Έφις του έκανε με το χέρι αντίο χωρίς να στρέψει.