United States or Barbados ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έκλινον την κεφαλήν άλλος εδώ, άλλος εκεί· άλλος έκυπτε κάτω, άλλος υψούτο επί των ονύχων των ποδών ίνα το ίδουν απ' όλα τα μέρη το όπλον και απετόλμων κάποτε να τείνουν την χείρα ίνα το ψαύσουν, απαλ' απαλά μόλις, μετά δειλής προφυλάξεως, ως να ήτο αφρός κ' εφοβούντο μη διαλυθή άμα τη επαφή.

Πόσους τότε λυτρωθέντας εκ των ονύχων των Τούρκων εθέρισεν ούτως ο θάνατος ! Εξηντλημένοι μετά τοσαύτας κακουχίας, μετά τοσούτους περισπασμούς, πόσοι φυγόντες την μάχαιραν του εχθρού έπεσαν κατόπιν, πρόωρα της ασθενείας θύματα ! Απεχαιρετήσαμεν λοιπόν τους εις Μεστά και εκινήσαμεν οι τρεις ομού, διευθυνόμενοι προς την πόλιν.

Πλέον διαφορετική και υψηλοτέρα ήτο η απλοϊκότης και η αυταπάρνησις του Βαπτιστού. Οι ζωγράφοι του μεσαιώνος δεν απομακρύνονται της αληθείας παριστώντες αυτόν κάτισχνον από αυστηράν άσκησιν εξ απαλών ονύχων.

Και κατέβησαν ομού, ψηλαφώντες τους τοίχους εν τω σκότει, πατούντες επ' άκρων των ονύχων, κωφαίνοντες τον κρότον των βημάτων, έρποντες και συνέχοντες την αναπνοήν· κατέβησαν την κλίμακα του υπερώου, έφθασαν εις τον πρώτον διάδρομον, κατήλθον την δευτέραν κλίμακα, έφθασαν εις το μεσαίον πάτωμα, και τέλος ευρέθηκαν εις την αυλήν.

Η μήτηρ Πία έν μόνον είχεν ελάττωμα, ότι είχε τελείαν την εξωτερικήν επίφανσιν της αρετής. Αν έμενον χάσματα εις τον ομοιόμορφον κίτρινον χιτώνα, ον εφόρει από της κορυφής μέχρι των ονύχων, θα ήτο αστειότατον θέαμα. Δεν εννοούμεν δε να υπήρχον τα χάσματα ταύτα φύσει, αλλά θέσει, επί της εσθήτος της μητρός Πίας.

Αλλά Γραικύλος της σήμερον όστις θέλει να κάμη δημοσία τον άθεον ή τον κοσμοπολίτην, ομοιάζει με νάνον ανορθούμενον επ' άκρων ονύχων και τανυόμενον να φθάση εις ύψος και φανή και αυτός γίγας. Το ελληνικόν έθνος, το δούλον, αλλ' ουδέν ήττον και το ελεύθερον, έχει και θα έχη διά παντός ανάγκην της θρησκείας του.

Τότε η Βεάτη εσκέφθη ότι, αφού δεν είχεν ικανοποιήσει την όρασιν, ώφειλε τουλάχιστον να ευχαριστήση την ακοήν. Πατούσα επ' άκρων των ονύχων επλησίασεν εις την θύραν, και έτεινε τα ώτα. Αλλ' ουδέν ήκουεν. Έμεινε χρόνον τινά αυτόθι. Ουδέν.

Εφαντάζετο την μαλακήν εκείνην και γλυκείαν ζύμην κοπτομένην και αναρπαζομένην, όχι διά μαχαιρίου και περόνης, αλλά διά των δακτύλων του αυτών και των μακρών του ονύχων. Εφαντάζετο την εύχυλον εκείνην και λιπαράν μάζαν αναλυομένην διά των οδόντων του, και οι σιελοποιοί του αδένες ωγκούντο και εξεχείλιζον επί το ατημέλητον και λευκόν εκ της χιόνος γένειόν του. Αλλά τι το όφελος!

Και αυταί μεν είναι κτηνώδεις, άλλαι δε επέρχονται εις μερικούς από ασθενείας και από μανίαν, καθώς εκείνος που εθυσίασε την μητέρα του και έφαγε το κρέας της, και ο άλλος που έφαγε το κρέας του ομοδούλου. Από αυτάς δε που προέρχονται από νοσήματα ή από συνήθειαν είναι λόγου χάριν το μάδημα των τριχών και το φάγωμα των ονύχων, ακόμη δε και ανθράκων και χώματος, και ακόμη η αρσενοκοιτία.

Αλλ' ούτος εν τη λυπηρά εκείνη στάσει του, εντροπαλός, συνεσταλμένος, έστρεφε τους οφθαλμούς από της καλλίστης εκείνης γυναικός μετ' αηδίας κ' εξέσχιζε διά των ονύχων τας παρειάς του να εξαλείψη, ως θανατηφόρον φαρμάκι, τα καυτερά των φιλημάτων της. Εις τοιαύτην δοκιμασίαν είχεν υποβληθή και σήμερον, προ μικρού μόλις.